Η καμπάνα του Αγιαννιού

 

Έγραψε ο …..    άρης βλάχος

                                2012-2013

 

 

 

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

1-  Το Στασιό

2-  Το πανηγύρι του Στασιού

3-  Η Μουντρούχα

4-  Η αλωνιστική μηχανή και το μπαλιαστικό

  1. Ο τρύγος
  2. Η εκκλησία του χωριού
  3. Το μάζεμα των σαλιγκαριών στο Στασιό 
  4. Η  πλακοπαγίδα
  5. Το εξωκκλήσι του Άι Λιά
  6. Ο  ράβδος

 

11-Βιογραφικό

 

 

Μάρτιος 2013
Άρης Βλάχος 

 

 

1. ΤΟ ΣΤΑΣΙΟ

Όταν αποφάσισα να γράψω για το Στασιό, κάτι με δυσκόλευε στο ξεκίνημα αυτού του εγχειρήματος.

Δεν μπορούσα να αρχίσω το κείμενο, δεν ήξερα   τι να άρχιζα να περιγράφω, αν και είχα γράψει σε ένα πρόχειρο κάποιες ενότητες, κάποια θέματα, και κάποια στοιχεία  για το χωριό.

Ήθελα να γράψω τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις μου , και αργότερα την ιστορία αυτού του μικρού χωριού.

Έχω γράψει για διάφορες γεωργικές ασχολίες ,και για κάποιες τοποθεσίες, ήθελα όμως να γράψω μια άλλη αφήγηση, μια άλλη περιγραφή για το χωριό μου, φοβήθηκα όμως μην κάνω λάθη , μην επαναλάβω τα ίδια κείμενα και περιγραφές με ξαναγραμμένα και ίδια  ζητήματα.

Θέλω αυτά που θα γράψω αν τα διαβάσουν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία από μένα ή συνομήλικοι να θυμηθούν κάτι από αυτά  και να αναπολήσουν παλιές νοσταλγικές εποχές της παιδικής και εφηβικής αθωότητας, να μειδιάσουν, να χαμογελάσουν και ενδόμυχα να πουν …..ναι έτσι ήταν τότε.

Το Στασιό είναι ένα μικρό χωριό στο Νομό Μεσσηνίας, στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου.

Απέχει 4,5 χιλ από την Κυπαρισσία και σήμερα είναι ΔΔ του Δήμου Τριφυλίας.

Είναι αμφιθεατρικά κτισμένο στους πρόποδες του Γεράνιου, στις παρυφές της χαράδρας του Αγιαννιού, και απέχει  από την θάλασσα  1800-2000μ σε ευθεία γραμμή, και έχει υψόμετρο 160μ από την θάλασσα.

Στην τελευταία απογραφή δηλώθηκαν  243   κάτοικοι.

Είναι μετά την Κυπαρισσία, στον  μέσα δρόμο που συνδέει τα χωριά του κάμπου, το Ροντάκι, τον Ξηρόκαμπο, τους Αρμενιούς, την Φαρακλάδα.

Τα  χωράφια των Στασέων που είναι πάνω από το χωριό έγιναν περιζήτητα οικόπεδα, αρκετά πουλήθηκαν και κτιστήκαν πολλές πολυτελείς μονοκατοικίες, με προνομιακή θέα  στο Ιόνιο Πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα, με ένα καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα.

Όταν ο καιρός το επιτρέπει είναι ορατές οι ακτές της Ζακύνθου και τα Στροφάδια, με επέκταση αυτού του θαλάσσιου ορίζοντα στις ακτές της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας.

Αρκετά κτήματα είχαν και έχουν  οι κάτοικοι του χωριού και σε περιοχές άλλων κοινοτήτων της περιοχής, στην κοινότητα Αρμενιών, Σπηλιάς, Φαρακλάδας, στον Αγρίλη, και αλλού.

Η καλλιέργεια αυτών  των χωραφιών ήταν κουραστική, αφού είχε χρονοβόρα διαδρομή να πάνε το πρωί και να γυρίσουν αργά τα βράδια με μεταφορικό μέσο τα άλογα και τα γαϊδουράκια.

Σε αυτό το χωριό γεννήθηκα και μεγάλωσα, όταν το Δημοτικό Σχολείο είχε 54 μαθητές και μαθήτριες, όταν γινόταν γυμναστικές επιδείξεις  στο τέλος της σχολικής χρονιάς, και παρελάσεις στις εθνικές εορτές στο προαύλιο του σχολείου, μπροστά στους γονείς μας και σε όλους τους χωριανούς.

Οι μαθητές αυτοί πρόκοψαν και μεγαλούργησαν, σε καριέρες εκπαιδευτικών, δικηγόρων ,δημοσίων υπαλλήλων, ιδιωτικών υπαλλήλων, βιοτεχνών και ελευθέρων επαγγελματιών.

Οι ασχολίες των κατοίκων  παραμένουν ίδιες, με σημαντική  ελάττωση των δραστηριοτήτων της κτηνοτροφίας και της καλλιέργειας κηπευτικών.

Σημαντική είναι επίσης η μείωση της καλλιέργειας  αμπελιών και παραγωγής μούστου.

Την δεκαετία 1960-1970 και αργότερα, μετανάστευσαν πολλοί  χωριανοί μας για χώρες του εξωτερικού, κυρίως στον Καναδά ,Αυστραλία, και Αμερική.

Επίσης έφυγαν πάρα πολλές οικογένειες στην Αθήνα, παρακινούμενοι ο ένας από τον άλλο ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, όπως θυρωροί,

περιπτεράδες, βιομηχανικοί εργάτες, δημόσιοι υπάλληλοι ,αστυνομικοί, λιμενικοί , ελεύθεροι  επαγγελματίες ,όλοι τους εργατικοί και προκομμένοι.

Τα τελευταία χρόνια ξαναγύρισαν αρκετοί στο χωριό, αναπαλαίωσαν και ανακατασκεύασαν η επισκεύασαν τα παλιά σπίτια η έκτισαν καινούργια .

Λειτούργησε και κάποιος πολιτιστικός σύλλογος ο  οποίος τα τελευταία χρόνια έχει  αναστείλει τις δραστηριότητες που προέβλεπε το καταστατικό του, επακόλουθο  της γενικής κρίσης.

Γίνονται  συζητήσεις  για επανεκκίνηση  της λειτουργίας  του, με  νέο ξεκίνημα δραστηριοτήτων.

Ας μην μεμψιμοιρώ, και θα συνεχίσω  την αναφορά μου στις  προσπάθειες  των πατεράδων  μας να μας μεγαλώσουν και να μας σπουδάσουν.

Όσοι είχαμε δάσκαλο τον αείμνηστο Φώτη Βλάχο θα θυμούνται την αυστηρότητα του, η οποία απεδείχθη ότι είχε θετικά  καταλυτικά  αποτελέσματα στην διαπαιδαγώγηση μας.

Και αν κάποιοι έχουν παράπονο από τον παλιό δάσκαλο μας, για την αυστηρότητα του,  ας διαβάσουν στο νεκροταφείο του χωριού μας ότι έγραψε ο ίδιος σε μια μαρμάρινη μικρή πλάκα:

<< Αν μου φταίξες, κι αν σου φταίξα, κι αν  σε είχα στην ζωή  πικράνει

πες Θεέ συχώρατον- είναι η μόνη ευχή που πιάνει.>>

Να μην ξεχάσουν όμως τα σκετς στις εθνικές εορτές, τα πρόχειρα  πρωτότυπα χάρτινα ηρώα, τις δενδροφυτεύσεις, τις λαμπαδηδρομίες στους δρόμους του χωριού, και τα πρωτεία που είχαμε σε γνώσεις ανάμεσα σε μαθητές άλλων δημοτικών σχολείων της περιοχής, όταν σμίγαμε σε  κοινές εκδρομές δημοτικών  σχολείων στην Μουντρούχα ,στον Αγιάννη , στου Πρίτζιπα, και αλλού.

Τις λαμπαδηδρομίες τα βράδια στις εθνικές  εορτές τις θυμάμαι καλά, αφού την αυτοσχέδια κατασκευή του πυρσού ….την κάναμε μόνοι μας, δένοντας μια άδεια κονσέρβα από …καλαμαράκια σε ένα καλάμι και έχοντας βάλει μέσα  φωτιστικό πετρέλαιο και ένα παλιό πανί για δάδα, γυρνούσαμε τα στενά του χωριού σε παράταξη, τραγουδώντας:<< Μαύρη είναι οι νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι, στα έρημα στα σκοτεινά ο κλέφτης ξεσπαθώνει-ξεσπαθώνει και-- έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή, την λένε Βόρεια Ήπειρο την αγαπώ, πολύ.>>

Οι μεγαλύτεροι , θα θυμούνται τις αγροτικές εργασίες, στις οποίες μας έπαιρναν μαζί οι γονείς μας ,από πολύ μικρή ηλικία, αφού στο σπίτι δεν έμενε κανένας να μας προσέχει.

Στον θέρο, στον τρύγο και στον ράβδο, θα είχαν μαζί με εμάς και κάποιο μικρότερο παιδί σε  μια νάκα  αντί  Πορτ- μπεμπέ την οποία κρέμαγαν σε ένα δένδρο για να το προσέχουμε  και να το κουνάμε….

Στις διακοπές  των Χριστουγέννων τελευταίο μέλημα ήταν το διάβασμα….., αλλά πρώτο ήταν η οργάνωση κατά ομάδες για το στήσιμο πλακοπαϊδων.

 

 

 

Το Στασιό από τον Αγιάννη.

 

Τα καλοκαίρια τα πρώτα μπάνια τα κάναμε στην παραλία της Τερψιθέας, στου Αβραμόπουλου, και με τα άλογα και τα γαϊδουράκια για μεταφορικό μέσο.

Εκεί  μάθαμε να κολυμπάμε και να κάνουμε τα πρώτα ψαροντούφεκα.

Σε όλες τις αγροτικές εργασίες  μικροί και μεγάλοι βοηθούσαμε, επειδή   <<δυό χέρια είναι ακόμα δυό χέρια>>

Στις χαρές και στα γλέντια πάντα όλοι μαζί, αλλά  και στις  λύπες το ίδιο.

Αν είχαμε  θλιβερό γεγονός  θανάτου,  κάποιου χωριανού, θυμάμαι την συμμετοχή και την συμπαράσταση στην οικογένεια  και  την  παρουσία όλων των γειτόνων τα βράδια .

Έφερναν όλοι   φαγητά και δειπνούσαν  με την οικογένεια του θανόντα για περίπου σαράντα ημέρες, ειδικά οι  στενοί συγγενείς.

Αυτή την συμπαράσταση την έλεγαν –παρηγοριά, και ήταν πράγματι  παρηγοριά.

Η άρδευση των χωραφιών που είχαν το δικαίωμα να παίρνουν νερό,  γινόταν με την σειρά από τις δυο πηγές του χωριού και με την επίβλεψη του νεροφύλακα  κατά τους θερινούς μήνες.

Το πότισμα από την λίμνα της Εκκλησίας  ή από την λίμνα  στο Κουβέλη, γινόταν με  την σειρά και ο νεροφύλακας ειδοποιούσε και μοίραζε τις…. Λίμνες, εισπράττοντας  για κάθε λίμνα.. την αμοιβή του ,τα νεροφυλακίστητα……..

Κάθε χωράφι η κήπος, είχε καθορισμένη ποσότητα νερού, την οποία μετρούσαν  κάθε φορά, με μια γεμάτη λίμνα η μισή λίμνα.

Εκτός από τις δυο κύριες πηγές του χωριού , από τις οποίες ποτιζόταν το μεγαλύτερο μέρος των χωραφιών, για την προμήθεια κηπευτικών , υπήρχαν και μικρές ιδιωτικές πηγές με λίμνες από τις οποίες πότιζαν τους κήπους τους, μικρή ομάδα χωριανών που είχαν δικαίωμα από κάθε πηγή.

Τέτοιες μικρές  λίμνες ήταν στα Ξερικά στου Μπούρα, στο Μάτι, στην Μουντρούχα, στην Αρμενόβρυση, στου Μπατζάνη, στου Γεραλή.

Κάποιοι θα έχουν αναμνήσεις από αυτές τις πηγές με τις λίμνες .

Την τήρηση της τάξης όσον αφορούσε κτηματικές διαφορές, ζημιές από κοπάδια κτηνοτρόφων η άλλων ζώων την είχε ο αγροφύλακας.

Εκείνα τα χρόνια αγροφύλακας της κοινότητας Στασιού ήταν ο αείμνηστος Τζανέτος Λούτος, ο  οποίος καταγόταν από τον Ξηρόκαμπο .            

Ήταν ένας σεμνός και καλοκάγαθος οικογενειάρχης.

Τον διαδέχτηκε τα τελευταία χρόνια ο χωριανός μας  Αντώνης Τασιόπουλος.

Κάποιοι θα έχουν αναμνήσεις από την αυστηρότητα και επιμέλεια του αείμνηστου Τζανέτου, ο οποίος ήταν άγρυπνος φρουρός και φύλακας, νυχθημερόν , στις προσπάθειες μας να κλέψουμε φρούτα .

Φραγκόσυκο, φρούτο με οδυνηρές συνέπειες για τους απρόσεκτους…..

που δεν ήξεραν για  τα αγκάθια του……

Ποιος δεν θυμάται και δεν είχε  τότε λάβει μέρος στην λεγόμενη , <<Προσωπική εργασία>>….

Ήταν μια θεσμοθετημένη  συμμετοχή, όλων των ανδρών κατοίκων, της κοινότητας για την εκτέλεση  διαφόρων εργασιών επισκευής, συντήρησης, κατασκευής κοινοτικών έργων.

Σε αυτά τα έργα, καθοριζόταν με αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου, η διάνοιξη δρόμων, ο καθαρισμός αυλακών, και λιμνών, και υπήρχε προς τούτο χρηματική ποινή, σε όποιον αδικαιολογήτως και εσκεμμένα, απείχε από αυτήν την κοινή συμμετοχή.

Τελειώνοντας αυτήν την μικρή περιγραφή για το χωριό, ας θυμηθούμε…..

Ας θυμηθούμε την  εκκλησία στην είσοδο του χωριού, και δίπλα το νεκροταφείο, την  βρύση με τους δυο κανάλους, που σίγουρα όλοι έχουν σκύψει να πιουν νερό  όταν ήταν μαθητές, ή αν ήταν  περαστικοί ,αφού το χωριό πριν γίνουν τα υδραγωγεία,   προμηθευόταν νερό  η κάτω γειτονιά από την  βρύση της εκκλησίας και  το πάνω χωριό από τα πολλά πηγάδια.

Ας θυμηθούμε τα παιχνίδια που παίζαμε στην σχολική και εφηβική ηλικία.

Ας θυμηθούμε…. το κρυφτό, το κυνηγητό, την αρπάντζα, την μπάλα το κουτσό, τις γιαλένιες, τις μπίλιες τα τσιγκάκια, την μακριά γαϊδούρα,

τα μπουγελώματα με τις ψεκαστήρες.

Ας θυμηθούμε τις αποκριές που σε κάθε γειτονιά γινόταν το σφάξιμο των γουρουνιών, και περιμέναμε να ψήσουν τον πρώτο μεζέ τον καρούτζο.

Ας θυμηθούμε τις αποκριές που ντυνόμαστε μπούλες [μασκαράδες]

Ας θυμηθούμε τις αγροτικές δουλειές που έχουμε κάνει βοηθώντας τους γονείς μας.

Ας θυμηθούμε τους παλιότερους από εμάς και κάποιες εμβληματικές φυσιογνωμίες του χωριού……

Ας θυμηθούμε τα εξωκκλήσια ,τον Άγιο Νικόλαο, την Αγία Βαρβάρα, τον Άγιο Αθανάσιο,  τον Αιγιάννη, τον Προφήτη Ηλία.

Ας θυμηθούμε τις οικογένειες του χωριού αρχίζοντας από την πάνω γειτονιά.

Οικογένειες με το επώνυμο, Γκούτη ,Αντωνόπουλου ,Δημητρακόπουλου,

Μπαμπαρούτση, Ματζώρου,Κάππου,Βλάχου,Μπούρα, Παναγιωτόπουλου

Αδαμόπουλου,Καρούμπαλη,Φιτσώρου,Κατσαρελά,Κόκκιζα, Κασσέρη,

Λυμπερόπουλου,  Σωτηρόπουλου,  Κωνσταντόπουλου , Καρανικόλα,  Κανελάκη, Αλεξόπουλου, Κανελλόπουλου,Γιανακόπουλου, Αγγελόπουλου Κούμανη,

και κάποιες άλλες οικογένειες που έφυγαν πριν την δεκαετία  του 1950, και δεν έμεινε διάδοχος οικογένεια στο χωριό.

Ας θυμηθούμε τους παλιότερους στην ηλικία και τους νεότερους ή τους συνομηλίκους μας που πια δεν βρίσκονται στην ζωή.

Ας θυμηθούμε τους γονείς μας ,είτε ζουν είτε έχουν φύγει από τον κόσμο αυτό, με τις  συνθήκες ,τα οικονομικά προβλήματα, και τις  αντιξοότητες που μας μεγάλωσαν, ειδικά οι μητέρες μας.

Αυτά θυμήθηκα να γράψω για το χωριό μας, και όσοι τα διαβάσουν ας ταξιδέψουν νοερά για λίγες στιγμές σε εκείνα τα χρόνια και σε εκείνα τα  μέρη…..

 

Αθήνα Ιανουάριος 2014

 Άρης Κ. Βλάχος

 

 

 

 

             2. ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΣΤΑΣΙΟΥ

Το μοναστήρι και η ιστορία του

 

Το πανηγύρι του χωριού γίνεται  του Αγιαννιού του ριγανά την 24η Ιουνίου.

Εορτάζει το μοναστήρι- εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που βρίσκεται  ανατολικά  του χωριού στις παρυφές του Γεράνιου.

Είναι ορατό από όλη την περιοχή, περιβάλλεται από ένα μεγάλο κυπαρισσώνα και πάνω από αυτό το μοναστήρι, αρχίζει το πυκνό και δύσβατο δάσος.

Μετά  συνεχίζει ο δρόμος για την Αρίτσα και το άλλο εξωκλήσι  του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται  στην κορυφή  του Γεράνιου.

Πριν φτάσεις  εκεί συναντάς και ένα άλλο εξωκλήσι, τον Άγιο Αθανάσιο.

Εκτός από τα τρία αυτά εξωκλήσια, ανήκουν ακόμα στην ενορία του χωριού ,ο  Άγιος  Νικόλαος και η   Αγία Βαρβάρα . [Η Αγία Βαρβάρα είναι κτητορικός ναός-εξωκλήσι  και βρίσκεται στο κτήμα  τη οικογένειας Παναγιωτόπουλου, στο μέσον του μεγάλου ελαιώνα  δυτικά του χωριού προς την θάλασσα.]

Από το χωριό για να πας στον Αγιάννη  ακολουθείς  σήμερα  τον τσιμεντένιο δρόμο ο οποίος σε βγάζει στην αυλή του μοναστηριού.

Το περιγράφω σαν μοναστήρι, αφού στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχει ένα διώροφο κτίριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την διαμονή τα μεταπολεμικά χρόνια σαν κελί δυο γυναικών μοναχών.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον χρόνο που έμειναν στο μοναστήρι, ούτε για τους λόγους που το εγκατέλειψαν.

Υπήρχε μέχρι πριν μερικά χρόνια, στο πίσω μέρος αυτού του κτίσματος ένας βοηθητικός χώρος κουζίνας , και τα ερείπια ενός φούρνου.

Αυτό το κτήριο το χρησιμοποιούν σαν αποθηκευτικό χώρο.

Θυμάμαι κάποια χρόνια μετά την θεια λειτουργία ,σε αυτό το κτήριο ετοίμαζαν  τραπεζαρία για να φιλοξενηθούν οι ιερείς από τις γειτονικές  ενορίες.

Παραμένω στις αναμνήσεις από το πανηγύρι στον Αγιάννη, για να αναφέρω ότι γινόταν και γίνεται μεγάλη προσέλευση κόσμου, από όλη την περιοχή .

Τα περασμένα χρόνια στον κάτω περίβολο, έβλεπες πολλά άλογα και γαϊδουράκια τα οποία  χρησίμευαν σαν μεταφορικό μέσο, σε αντίθεση με την χρήση πλέον των  Ι.Χ. -ΤΑΞΙ , και άλλων μέσων μεταφοράς , αφού η πρόσβαση στο μοναστήρι είναι σήμερα  οδικά εύκολη.

Συμπληρωματικά αναφέρω ότι ο δρόμος συνεχίζει, σήμερα, μετά τον Αγιάννη με χωμάτινη  διαδρομή προς τον Προφήτη Ηλία φτάνοντας  σε ένα σημείο που το λέμε  –στο νεράκι του Τζουβελέκα.

Φτάνοντας στο μοναστήρι  συναντάς  ένα μεγάλο  πλάτανο ,σε ένα κλαδί του οποίου  είναι κρεμασμένη  η καμπάνα ,στην οποία  υπάρχει  ανάγλυφα γραμμένο  το έτος  κατασκευής το  Ι880.

Ο γλυκός ήχος αυτής της καμπάνας, ακούγεται στο χωριό, και σε μέρες με καλό καιρό, τον ακούνε και τα αλλά χωριά.

Νότια της εκκλησίας  σήμερα  ο επισκέπτης  θα δει μόνο  ένα μεγάλο  προαύλιο  και την βρύση .

Όμως δεν θα δει αυτά που εγώ θυμάμαι σε αυτό τον χώρο.

Υπήρχε μια υπερυψωμένη αυλή, σε δυο επίπεδα,  με ωραίες λιθοδομές και στο κάτω επίπεδο,  ήταν  η βρύση και ένας  αιωνόβιος  μεγάλος πλάτανος, με όμορφο πεζούλι γύρω   -γύρω και μια στέρνα, διαστάσεων  περίπου  10Χ10.

Το νερό της βρύσης ερχόταν από μια  στοά- γαλαρία , μήκους 25 μέτρων , με πέτρινους  τοίχους  και η οποία ήταν  σκεπασμένη με πέτρινες  πλάκες.

Μπαίναμε   μέσα  σε αυτή την στοά  και  μετά  από λίγα  μέτρα  ήταν σκοτεινά,

Χρησιμοποιούσαμε  για φωτισμό κεριά.

Υπήρχαν ακόμα πολλά  μεγάλα πλατάνια και πυκνά κυπαρίσσια.

Γύρω-γύρω ήταν όμορφες παλιές πέτρινες μάντρες και πεζούλια.

Όλα αυτά καταστράφηκαν  δυστυχώς , τα τελευταία  χρόνια  από τις προσπάθειες που έγιναν , για την αξιοποίηση της πηγής  για την ύδρευση  του χωριού, αλλά αυτές οι προσπάθειες  μόνο καταστροφή  του χώρου έφεραν και όχι περισσότερο  νερό    για το χωριό.

Το τοπίο  άλλαξε  εντελώς  και τίποτα  δεν θυμίζει  εκεί , το καταπληκτικής ομορφιάς , δροσερό και σκιερό  χώρο.

Συνήθως τις δεκαετίες  του 1960-1970  στο προαύλιο αυτό γινόταν γλέντια με την συνοδεία ορχήστρας οργανοπαικτών, που έπαιζαν στα καφενεία του χωρίου, την

παραμονή και ανήμερα στο πανηγύρι και  ανέβαιναν  στο μοναστήρι  για να διασκεδάσουν  τους προσκυνητές.

Σε αυτό το όμορφο τοπίο, εκείνα, τα χρόνια, μετά την λειτουργία, μαζευόταν οι προσκυνητές, και οι επισκέπτες, έτρωγαν τα  φαγητά  που έφερναν  και πολλές φορές γινόταν και γλέντια με χορούς ,όταν άρχιζαν τα βιολιά και τα κλαρίνα.

Στην εορτή του Αγιαννιού  γινόταν  και γίνονται  ακόμα  βαφτίσεις  ,αφού  και ο γράφων  εκεί  βαπτίστηκε  το έτος ….1953.

Αξιώθηκα να γίνω και εγώ  νονός  στον Αγιάννη , πολλά  χρόνια  αργότερα.

Υπάρχει προς τούτο, στην εκκλησία, μια παλιά κολυμβήθρα  κειμήλιο,  η  οποία  ελπίζω  να  είναι ακόμα εκεί……

Εμπρός από το μοναστήρι είναι τα κτήματα –χωράφια του μοναστηριού.

Υπάρχουν πολλές  πληροφορίες και παραδόσεις για τον οικισμό που ήταν εκεί και λεγόταν  Άγιος Ιωάννης.

Στην απογραφή  πληθυσμού της Ελλάδος  αναφέρονται  τα παρακάτω  στοιχεία  απογραφής το έτος  1834,

ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ   

Άγιος Ιωάννης             κάτοικοι   42                                 οικογένειες   10

Στασιό                           κάτοικοι   16                                 οικογένειες      3 

Ακριβώς μπροστά από την  εκκλησία ,στο κτήμα του μοναστηριού  βρέθηκε και ανασκάφτηκε  το έτος  1964,   το πηγάδι στο οποίο  η παράδοση  έλεγε, ότι εκεί  μέσα,  είχαν  κρύψει  επί  τουρκοκρατίας  διάφορα  εκκλησιαστικά αντικείμενα  ,[καμπάνα –πολυέλαιο-δισκοπότηρο].

Για την  ανασκαφή αυτή, πληροφορίες έδωσε ο υπέργηρος τότε συγχωριανός μας  Γιάννης Μπαμπαρούτσης ο όποιος δεν ζει πια.

Την ακριβή θέση που ήταν το πηγάδι εντόπισε ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος ο οποίος ενημέρωσε τους χωριανούς.

Έτρεξαν με επικεφαλής τον Δάσκαλο Φώτη Βλάχο. 

Έσκαψαν και βρήκαν το πηγάδι, με το περίγραμμα του  και την ξερολιθιά.

Το ανάσκαψαν  6-8 μέτρα , βρήκαν νερό και τίποτα άλλο.

 Το πηγάδι αυτό είχε μείνει  με μια πρόχειρη περίφραξη  μέχρι  τα τελευταία  χρόνια  που ισοπεδώθηκαν  όλα, μαζί και τα απομεινάρια του παλιού οικισμού, από την μπουλντόζα  της Νομαρχίας , στην ερεύνα για  το νερό  ύδρευσης  του χωριού.

Υπήρχαν αυτά τα ερείπια  και ο δάσκαλος μας, ο αείμνηστος Φώτης Βλάχος,  σε εκδρομές του Δημοτικού Σχολείου, μας έδειχνε αυτά τα απομεινάρια  παλιών

σπιτιών, μικρών διαστάσεων,  με πελεκητούς γωνιόλιθους και πέτρινες λιθοδομές. 

Οι παλαιότεροι είχαν  πληροφορίες  για την μετακίνηση  του οικισμού  από τον Αγιάννη  στο Στασιό και μας έλεγαν  ότι η  τελευταία  οικογένεια Γκούτη, πρέπει  να κατέβηκε στο πάνω  μέρος  του Στασιού το έτος 1900 οπότε και εγκαταλείφτηκε  οριστικά  ο οικισμός.

Από την παλιά βρύση και την στέρνα που ανέφερα, θα πρέπει να υπήρχε υδραγωγείο  άρδευσης στον  παλιό οικισμό,  αφού βρέθηκαν  κομμάτια από παλιές  χειροποίητες  μαντεμένιες  σωλήνες.

Δυτικά της εκκλησίας  υψώνονται οι πλαγιές του Γεράνιου στην κορυφή του οποίου είναι το άλλο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.

 Από εκεί βλέπουμε τον απότομο βράχο του Κισσού, με τις αναμνήσεις των αναρριχήσεων και καταρριχήσεων που κάναμε ομάδες παιδιών τότε με άλλες αντοχές και άλλα κουράγια…..,και με προορισμό τον Προφήτη Ηλία.

Το πανηγύρι στο χωριό

 

Αφήνω την  περιγραφή για τον Αγιάννη όπως την θυμάμαι και όπως από πληροφορίες  είχα ακούσει και συνεχίζω με  τις αναμνήσεις από το πανηγύρι στο χωριό το οποίο γινόταν τα δυο βράδια  ,την παραμονή  και ανήμερα  του Αγιαννιού.

Εκείνα τα χρόνια το χωριό  είχε τρία καφενεία,

Είχε το καφενείο του Φώτη Καρούμπαλη το οποίο ήταν και μικρό μπακάλικο ,και τα καφενεία του Χρήστου Καρούμπαλη και Κυριάκου Γιαννακόπουλου  .

Οι προετοιμασίες για το πανηγύρι  άρχιζαν  νωρίς,  με το κλείσιμο -συμφωνία της ορχήστρας που θα είχε το κάθε μαγαζί. 

Έφτιαχναν τους ίσκιους στις αυλές με φτέρες και κουτσουπιές ,τα πατάρια για τους οργανοπαίκτες  και τα διαχωριστικά  με λιόπανα  [ελαιόπανα] για τον αποκλεισμό ορατότητας των πελατών  από μαγαζί σε μαγαζί.

Στο καφενείο του Κυριάκου Γιαννακόπουλου το πατάρι της ορχήστρας ήταν το πιο εντυπωσιακό.

Το έφτιαχνε πάνω από το σοκάκι που ερχόταν από την Μουντρούχα και περνούσε κάτω από το καφενείο.

Τα δοκάρια  του παταριού ακουμπούσαν στις δυο μάντρες ,του καφενείου και του Γιάννη Κάππου και ήταν ένα υπερυψωμένο πατάρι  ορχήστρας.

Αυτό που δεν κατάφερναν, ήταν η ηχομόνωση.

 Όταν έπαιζαν οι τρεις ορχήστρες  ταυτόχρονα  γινόταν γενικός πανζουρλισμός.  

Στο διάλειμμα  μιας ορχήστρας  οι πελάτες διασκέδαζαν με τα τραγούδια της διπλανής  ορχήστρας  αφού ο χώρος ήταν  περιορισμένος.

Επειδή εκείνα τα χρόνια το χωριό δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί  και δεν υπήρχαν  ψυγεία  ή καταψύκτες  για τα αναψυκτικά  και τις μπύρες ,την ψύξη την εξασφάλιζαν κολώνες  πάγου  σε μικρότερα  κομμάτια  μέσα  σε βαρέλια  και λεβέτια.

Οι  οργανοπαίκτες είχαν αυτοσχέδιους  μικρούς  ενισχυτές  με μπαταρίες αυτοκινήτων  ή τρακτέρ  για καλύτερη  απόδοση.

Στο πανηγύρι ακούσαμε τα πρώτα  λαϊκά  και δημοτικά τραγούδια, με ακορντεόν και κιθάρες  χωρίς  μικρόφωνα  και ενισχυτές.

Είχαν μείνει στο μυαλό μου οι στοίχοι από ένα τραγούδι που έλεγαν οι ορχήστρες, το <<ντούρου-ντούρου, στην πλατεία Κουμουνδούρου>>.

Το αναζήτησα στο Διαδίκτυο και είδα ότι είναι ένα παλιό  όμορφο  παραδοσιακό τραγούδι με πρώτη ηχογράφηση το έτος 1927.

Στο γλέντι ερχόταν συνήθως όλοι οι χωριανοί και  για το  καφενείο που θα προτιμούσαν  ,αιτία ήταν  οι προσωπικές  φιλίες  ή  διαφορές  και πιο πολύ η  χορεύτρια….. της ορχήστρας.

Ενδιέφερε  πρωτίστως  και η εμφάνιση  της κοπέλας  τραγουδίστριας  που είχε  η ορχήστρα  την όποια  γενικά  αποκαλούσαμε  χορεύτρια  και η οποία  τραβούσε  πιο πολύ το ενδιαφέρον  και τις ματιές  του ανδρικού  πληθυσμού……

Επίσης στο πανηγύρι θα έφερναν τους επισκέπτες και μουσαφιρέους, για να τους διασκεδάσουν, και ερχόταν  επισκέπτες θαμώνες και κάτοικοι από τα γύρω χωριά.

Κρατούσαν σειρά και παραγγελιές για τον χορό και οι χορευτικές ικανότητες επιδεικνύονταν  αναλόγως, με την ανάλογη χαρτούρα [αμοιβή της ορχήστρας].

Τα τελευταία χρόνια  στο γλέντι ο καθιερωμένος.. ..μεζές, ήταν το ψητό γουρουνόπουλο το οποίο είθισται  να αποκαλούμε   γουρνοπούλα.

Για τα παιδιά της ηλικίας μου, το πανηγύρι ήταν μεγάλο πολιτιστικό γεγονός, επειδή  συνέπιπτε  με το τέλος της σχολικής χρονιάς και  είχαμε την ελευθερία και την άνεση να παρακολουθούμε όλα τα γεγονότα.

 

 

Γουρνοπούλα =  μεζές και ποτήρι……..

 

 

Οι μουσικές ήταν δυνατές και ακουγόταν  στα γύρω χωριά ,τον Ξηρόκαμπο και τους Αρμενιούς, επειδή η απόσταση μεταξύ αυτών  των χωριών  είναι πολύ μικρή  σε ευθεία  γραμμή.

Αυτές είναι μερικές από τις παιδικές αναμνήσεις και γεγονότα του πανηγυριού του Στασιού.

Όσοι διαβάσουν αυτές τις περιγραφές, θα θυμηθούν κάτι από τα όμορφα εκείνα παιδικά και εφηβικά χρόνια και όταν βρίσκονται στο χωριό και ακούνε εκείνο τον γλυκό ήχο της καμπάνας του Αγιαννιού, ας αφήνουν  την σκέψη  τους να ταξιδεύει  σε περασμένες νοσταλγικές εποχές.

Ας ανέβουν ένα απόγευμα-βραδάκι στον Αγιάννη να κτυπήσουν την καμπάνα.

Θα τους αποζημιώσει η καταπληκτική θέα και η ματιά τους θα περιπλανηθεί στον μεγάλο ελαιώνα, στα χωριά του κάμπου, την Κυπαρισσία, θα δουν μπροστά τους το Στασιό και θα θαυμάσουν ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο Πέλαγος.

Θα γαληνέψει  η ψυχή τους.

 

 

Μαρτιος 2013

Άρης  Κ.  Βλάχος

 

 

 

 

3.                  Η  ΜΟΥΝΤΡΟΥΧΑ

ΜΟΥΝΤΡΟΥΧΑ -Αραβική ερμηνεία της λέξης  έχει την έννοια-μουντάδα

μούχλα,  κακή διάθεση.

----------

Όταν άρχισα να γράφω αυτές τις γραμμές, και την περιγραφή για την Μουντρούχα, ήταν πρόσφατη η επίσκεψη μου στη περιοχή και εικόνες από τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις, άρχισαν να γυρίζουν στο μυαλό μου, σαν παλιά ελληνική ταινία.

Η Μουντρούχα είναι τοποθεσία στο δυτικό μέρος του Στασιού, στους πρόποδες του Γεράνιου, και με την ονομασία αυτή, εννοούμε  και περιλαμβάνουμε  πολλά στοιχεία.

Εννοούμε  την τοποθεσία  Μουντρούχα, την ρεματιά με τα πλατάνια, και τις πηγές τις περιοχής, που διατηρούν όλο τον χρόνο ροή νερού σε όλο το μήκος του ποταμού μέχρι την θάλασσα, και το οποίο χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα με πρόχειρα φράγματα και στέρνες, για άρδευση τους θερινούς μήνες όσοι έχουν κτήματα και έχουν την δυνατότητα αυτή.

Τέτοια μικρά φράγματα υπήρχαν εκτός από τον χώρο της Μουντρούχας και στην περιοχή Γεραλή , στα Μπατζάνια στην Αρμενόβρυση και αλλά πολλά μέχρι τον κάμπο και την θάλασσα

Ο χώρος ήταν το σημείο επίσκεψης και συνάντησης όλο τον χρόνο, καθώς και το αξιοθέατο για κάθε επισκέπτη μας……… Πάμε μια βόλτα στην Μουντρούχα… Πάμε να δούμε την Μουντρούχα….. Τον χειμώνα πηγαίναμε για να δούμε τα νερά που ερχόντουσαν από το κεφαλόβρυσο και έπεφταν από τον μικρό καταρράκτη με θόρυβο  και ήταν ένα όμορφο θέαμα. Τα καλοκαίρια για τον ίσκιο και την δροσιά. Στο χώρο υπήρχε ένα πλατύ  πηγάδι με μικρό βάθος, από το οποίο όλο τον χρόνο έτρεχε νερό .Το λέγαμε Κουμπέ.

 

Ο ΚΟΥΜΠΕΣ

 

KOYMΠΕΣ   Είναι αραβικής προέλευσης λέξη, και εννοούν με την λέξη αυτή, τον θόλο, το βαθούλωμα ,την εσοχή, τον τάφο ,το μαυσωλείο.

 Ήταν πράγματι  ένα πλατύ βαθούλωμα σαν πηγάδι, το όποιο λέγεται ότι κάποτε ήταν σκεπασμένο ,με κάποια υλικά ,ίσως πέτρινο θόλο η κάποια άλλη κατασκευή.

Ίσως να είχε θόλο, η άλλη προστασία, και τις μεγάλες πέτρες γύρω-γύρω,  για  να προστάτευε τον χειμώνα τον Κουμπέ από τα πολλά και ορμητικά νερά που κατέβαιναν από το κεφαλόβρυσο.

Ο Κουμπές είχε πάντα καθαρό πόσιμο και δροσερό νερό και τροφοδοτούσε το πρώτο μικρό πρόχειρο φράγμα-στέρνα για την άρδευση των κήπων τις γύρω περιοχής.[Της οικογένειας Γκούτη].

Είχε γύρω-γύρω μεγάλες πέτρες ,και υπάρχουν πολλές ιστορίες και παραδόσεις για τον Κουμπέ της Μουντρούχας.

Εκεί έπλεναν τα ρούχα, τα στρωσίδια ,και  τα σαισματα οι γυναίκες από το πάνω χωριό.

Εκεί φτιάχνανε τα κακαβολήθρια [Ήταν καζάνια που ζέσταιναν το νερό για τις μπουγάδες, και έβαζαν από πάνω ένα μικρότερο δοχείο με στάχτη και νερό να στραγγίζει μέσα στο μεγάλο καζάνι.]

Αυτό το μίγμα νερού, από το στράγγιγμα της στάχτης , το έλεγαν αλισίβα. Και ήταν μαζί με σαπούνι πολύ καλό απορρυπαντικό.

Λέγεται ότι τα πολύ παλιά χρόνια κάθε καινούργια νύφη που θα ερχόταν στο χωριό θα την πήγαιναν στην Μουντρούχα και συνήθιζαν  να έριχνε στον Κουμπέ ένα ασημένιο νόμισμα.

Ίσως αυτό να ήταν έθιμο μόνο των κατοίκων που είχαν κτήματα στην περιοχή με πρόχειρα θερινά καταλύματα.

Σήμερα στο σημείο υπάρχει ένα προκατασκευασμένο τσιμεντένιο τερατούργημα, για να θυμίζει επιπόλαιες αποφάσεις ,προσωπικές επιλογές,  χωρίς μελέτες και σχεδιασμούς.

Αυτή είναι η κύρια αιτία που πια κανένας από τους παλιούς επισκέπτες της Μουντρούχας, δεν θέλουμε να ξαναπεράσουμε από τον χώρο.

Δεν έχει απομείνει τίποτα από εκείνη την παλιά Μουντρούχα.

Το καλοκαίρι, εκείνα τα χρόνια, οι επισκέψεις όλων μας ήταν πολύ πυκνές.

Πηγαίναμε στην περιοχή με τα πανύψηλα και θεόρατα πλατάνια, παιδιά κάθε ηλικίας.

Ο πυκνός ίσκιος με την δροσιά από τις πηγές και τα νερά ,και τα παιχνίδια γύρω από τον Κουμπέ ήταν καθημερινά .  Μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς, τους θερινούς μήνες, ήταν η Μουντρούχα μια καλοκαιρινή όαση.

Τι να θυμηθώ. Παιχνίδια και φωνές ,κρυφτό, κυνηγητό, φάρσες, μπουγελώματα,  γλέντια.

Να θυμηθούμε τις καβουρότρυπες και εκείνα τα μεγάλα μαύρα ζωύφια σαν κουνούπια που έτρεχαν ασταμάτητα στην επιφάνια του νερού μέσα στον κουμπέ και ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να πιάσει ένα, για να δούμε πως είναι.

Να θυμηθούμε κάποιες ….εξορμήσεις στα γύρω αμπέλια και οπωροφόρα δένδρα......

Να θυμηθούμε τις εκδρομές που κάναμε, μαθητές του δημοτικού σχολείου με τον δάσκαλο μας, τον αείμνηστο Φώτη Βλάχο.

 

ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ  ΣΤΗΝ ΜΟΥΝΤΡΟΥΧΑ

 

Ανέφερα πιο πάνω τα νερά από το κεφαλόβρυσο, και θα σας περιγράψω , ένα φυσικό φαινόμενο της περιοχής, που έχει σχέση με τα νερά αυτά.

Κάθε χρόνο μετά από συνεχείς και πυκνές βροχοπτώσεις, στα γύρο βουνά, περιμέναμε όλοι, και ρωτούσαμε… αν έσπασε η Μουντρούχα ,και εννοούσαμε αν άρχισε η  ροή νερού από το κεφαλόβρυσο.

Το κεφαλόβρυσο είναι  ανατολικά  της Μουντρούχας , βρίσκεται στην ρίζα ενός μεγάλου βράχου , και το χωράφι  στο οποίο είναι το κεφαλόβρυσο ανήκει στα παιδιά του Κώστα Παναγιωτόπουλου.

Δεξιά είναι ο μεγάλος κυπαρισσώνας  και τα μισογκρεμισμένα ερείπια ενός ασβεστοκάμινου.

Αριστερά είναι το εξωκλήσι του Αι Θανάση.

Όλη αυτή η περιοχή με την πυκνή βλάστηση και το απότομο ανέβασμα του Γεράνιου, με το παλιό ασβεστοκάμινο και τον κυπαρισσώνα είναι πολύ όμορφη.

Αυτός ο μεγάλος βράχος έχει μια σχισμή ,που μπορούσαμε  τα  παιδιά να μπούμε μέσα. Από το δάπεδο αυτής της σχισμής ξεπηδά το νερό, και κατεβαίνοντας το ρέμα, περνά από την Μουντρούχα, δίπλα από τον Κουμπέ,    και ακολουθώντας την ρεματιά φεύγει για την θάλασσα.

Πόσους μήνες θα βγάζει νερό, το κεφαλόβρυσο ,δεν ξέρει κανένας.

Εξαρτάται από τις βροχές , πολλές χρονιές σταματούσε η ροή του νερού ,και αν άρχιζαν βροχοπτώσεις ,ξανά άρχιζε να τρέχει. Αυτό συμβαίνει και σήμερα.

Δυστυχώς αυτή η μεγάλη ποσότητα νερού, είναι άχρηστη και ανεκμετάλλευτη την χειμερινή περίοδο, που τρέχει η  Μουντρούχα 

Τα νερά τρέχουν μόνο τον χειμώνα,  και με ροή άγνωστης χρονικής διάρκειας.

Το φαινόμενο αυτό έχει δυο εκδοχές προέλευσης ,και ερμηνείας.                                      

Πρώτη εκδοχή  Α] Μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις τα νερά κυκλοφορούν στο υπέδαφος του βουνού  φτιάχνουν υπόγεια  ρυάκια τα οποία πυκνώνουν και συγκεντρωμένα ακολουθούν το υπόγειο ποτάμι με έξοδο στο κεφαλόβρυσο.

Δεύτερη εκδοχή Β]Υπάρχει στον ορεινό όγκο του Γεράνιου υπόγεια λίμνη , της  οποίας η στάθμη ανεβαίνει μετά από τις βροχές, και τα πλεονάζοντα νερά  έχουν έξοδο στο κεφαλόβρυσο.

Η φημολογία που έχει ακουστεί, ότι τα νερά έρχονται από τον κάμπο της Μεσσηνίας δεν ευσταθεί διότι όπως λένε οι γεωλόγοι αυτό προϋποθέτει συμπαγή πετρώματα , υψομετρική διαφορά και η απόσταση είναι πολύ μεγάλη.

Η παράδοση λέει, ότι μόνο ένας κάτοικος του χωριού, μεταπολεμικά, ήταν με το κοπάδι του στην περιοχή του κεφαλόβρυσου,  άκουσε τον θόρυβο, και είδε την έναρξη της ροής του νερού. Ήταν ο Νικόλαος Κόκκιζας.

Τα νερά κατεβαίνοντας και πριν φτάσουν στο μικρό όμορφο καταρράκτη της Μουντρούχας, εγκλωβίζουν και επικαλύπτουν,  με ένα λεπτό, χρώματος χακί περίβλημα, ότι συναντήσουν στη ροή τους.

Αυτή η επικάλυψη είναι από άλατα και άλλα στοιχεία, που παρασύρει και μεταφέρει το νερό.

Ίσως αυτή η επικάλυψη, που σαν επισμάλτωση καλύπτει τα πάντα, σε εκείνο το σημείο,  και  έχει όλο το περιβάλλον της Μουντρούχας επηρεαστεί, καθώς  και η δύσκολη έως αδύνατη ηλιοφάνεια τους χειμερινούς μήνες,  να της έδωσε αυτό το όνομα, που στην αρχή σας ανέφερα σαν ερμηνεία της λέξης Μουντρούχα.

Αυτά θυμήθηκα να γράψω για την Μουντρούχα και τον περιβάλλοντα χώρο, και τα έγραψα για να θυμηθούν οι παλιοί  [κάποιες αναμνήσεις και  εικόνες],και να μάθουν οι νέοι τις ενασχολήσεις μας εκείνα τα ξένοιαστα παιδικά και εφηβικά χρόνια.

Αν κάποιος από τους νέους δεν έχει πάει, ή, δεν τον πήγαν  στην Μουντρούχα να ζητήσει να του πουν που είναι και με την φαντασία του ας ζήσει, όσα εμείς ζήσαμε εκείνα τα χρόνια......

Φεβρουάριος 2013                                                                                                                                                                                              

Άρης Κ Βλάχος

 

4. Η αλωνιστική μηχανή και το μπαλιαστικό

 

Η αλωνιστική  μηχανή και το μπαλιαστικό ,  ήταν για το χωριό , το τέλος  μιας

προσπάθειας  και ανταμοιβής των κόπων μιας χρονιάς, για τους χωριανούς.

Όλες οι οικογένειες  μετά το θέρο, [το θέρισμα  των σπαρτών]  θα κουβαλούσαν

τα δεμάτια, και θα έφτιαχναν τις θημωνιές, σε κάποιο χωράφι που θα

συμφωνούσαν όλοι,  η , σε κάποιο  άλλο που θα τους υποδείκνυε   ο ιδιοκτήτης

της αλωνιστικής μηχανής, που θα ερχόταν  στο χωριό για αλώνισμα.

Τα χωράφια για την κοινότητα του Στασιού  ήταν  δυο.

Το ένα ήταν  το χωράφι της οικογένειας   Φώτη Καρούμπαλη, στο κούτσουρο,

και το άλλο ήταν  το χωράφι  της οικογένειας Παναγιωτόπουλου, [των

Ματσουκέων], σημερινής  ιδιοκτησίας  Αποστ. Μπαμπαρούτση, κοντά  στο

παλιό  Δημοτικό  σχολείο  του  Στασιού.

Εκείνα τα χρόνια, πάντοτε, ερχόταν στο χωριό, δυο αλωνιστικές μηχανές.

Η επιλογή του χώρου που θα έφτιαχνε κάποιος  θημωνιά ,το χωράφι δηλαδή, είχε

να κάνει  πολλές φορές και με τις προσωπικές  διαφορές και διενέξεις  μεταξύ των

χωριανών, και με τις προτιμήσεις  της αλωνιστικής μηχανής.

Στα  μέσα  Ιουνίου, όταν τελείωνε η σχολική χρονιά , και πριν το πανηγύρι του

χωριού, άρχιζαν  τα  κουβαλήματα - μεταφορές δηλαδή των σιτηρών.

Γαϊδουράκια, άλογα, και μουλάρια, με τα δεμάτια φορτωμένα, μετέφεραν τις

σοδειές, στους χώρους που θα πήγαιναν οι αλωνιστικές μηχανές.

Δυο και τρία ζώα  πολλές φορές,  φορτωμένα , θα μετέφεραν  τα δεμάτια από

κοντινά,  η ,μακρινά  κτήματα, κυρίως  τις πολύ πρωινές ώρες  που είχε δροσιά.

Όταν για κάποιο λόγο, σταματούσε  στο δρόμο το κομβόι, τότε το δεύτερο  ζώο,

βοσκούσε …..στο φορτίο του πρώτου,  αφού  τα φορτωμένα  δεμάτια  ήταν

εύκολη  βοσκή.

Το φορτίο ήταν ελαφρύ ,χρειαζόταν όμως πολύ τριχιά  και τέχνη στο φόρτωμα ,

επειδή  τα σπαρτά είχαν  μεγάλο  όγκο, δεν χωρούσαν σε μερικούς  στενούς  τότε

αγροτικούς   δρόμους ,και οι ανατροπές ήταν αναπόφευκτες, επειδή ….κύλισε το

σαμάρι του αλόγου   όπως έλεγε ο πατέρας μου.

Το στήσιμο της θημωνιάς  ήταν τέχνη , και ο κύκλος που θα στηνόταν  η θημωνιά

 υπολογιζόταν  ανάλογα με τα δεμάτια  που είχε η κάθε σοδιά ,για να κλείσει σε

πλάτος, και ύψος, συμμετρικά ο θόλος  της θημωνιάς.

Όταν τελείωναν  οι μεταφορές των σπαρτών, στο χωράφι που θα πήγαινε η

αλωνιστική μηχανή , το θέαμα με τις στημένες θημωνιές  ήταν καταπληκτικό .

.Έβλεπες όμορφους  λόφους  –σορούς από δεμάτια, συμμετρικά  τοποθετημένους,

με τις γειτονικές θημωνιές  να είναι, όμοιας  προέλευσης  σπαρτό.

Δηλαδή  μαζί  τα σιτάρια  ,αλλού  τα κριθάρια,  και σε άλλο μέρος οι θημωνιές

με την  βρόμη.

Ένας μεγάλος διάδρομος στο κέντρο του χωραφιού θα ήταν  κενός, και εκεί  θα

στηνόταν  η αλωνιστική μηχανή.

 

                          Η ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ

 

Ποιος δεν θυμάται  να λειτουργεί, το όλον  συγκρότημα  της αλωνιστικής

μηχανής .

Για τα παιδιά  της δικής μου σειράς και ηλικίας, ο ερχομός , το στήσιμο και η

λειτουργία της αλωνιστικής μηχανής ήταν  θέαμα και ημερήσια απασχόληση.

Το μεγάλο τρακτέρ κουβαλούσε την μηχανή και την άφηνε στο διάδρομο, που

είχε μείνει κενός  από θημωνιές στο κέντρο του χωραφιού.

Κατέβαζαν  το αναβατόριο , που ανέβαζε τα δεμάτια ,άνοιγαν  το φουγάρο, που

πέταγε το άχυρο και άπλωναν το μεγάλο λουρί , που έδινε από το τρακτέρ, κίνηση

στην αλωνιστική, μηχανή.

Το λουρί είχε πλάτος 20-25 εκατοστά  περίπου, και μήκος  25-30 μέτρα, διπλό,

τοποθετημένο να γυρνά από το τρακτέρ την μεγάλη τροχαλία της μηχανής.

Κατά την  λειτουργία,  του όλου  συγκροτήματος , ήταν επικίνδυνο να περάσει

κάποιος , κάτω  από το λουρί  διότι  αν γινόταν  ατύχημα –κοβόταν  το λουρί- θα

είχαμε  αποκεφαλισμό , η  άλλο σοβαρό τραυματισμό.

Το θέαμα, ήταν  καταπληκτικό στην λειτουργία της μηχανής, για εμάς  τα παιδιά,

που δεν ξέραμε  πως ,βάζοντας  τα δεμάτια από την μια , ξεχώριζε το άχυρο και ο

καρπός, από την άλλη.

Το αναβατόριο , ανέβαζε τα δεμάτια, ο κόφτης τα έκοβε, πριν πέσουν μέσα στα

χτένια  της μηχανής ,και το φουγάρο πίσω, πέταγε το άχυρο στο σορό, που σιγά-

σιγά μεγάλωνε.

Μπροστά ήταν το σιλό που ξεχώριζε ο καρπός. Τον άδειαζαν  στα τσουβάλια του

κάθε παραγωγού αφού   παρακρατούσαν  το ..ξάi,δηλαδή το ποσοστό που

δικαιούχο η μηχανή.

H καλοκαιρινή ζέστη και η σπιρτάδα από τα σπαρτά, ιδιαίτερα του κριθαριού,

έκαναν την εργασία αυτή,  για όσους δούλευαν στην αλωνιστική μηχανή ,πολύ

κουραστική ,στον ήλιο του μεσημεριού.

Σε μια αγκορτσιά-[άγρια αχλαδιά]-, ήταν  κρεμασμένα τα σακούλια , με το

φαγητό  του καθενός, και οι βίκες, -πήλινα σταμνιά – είχαν  κάθε λίγο  τους

επισκέπτες  τους… ..για να  ξεδιψάσουν.

Ωραία χρόνια ,παλιές αναμνήσεις, με τους πατεράδες μας να αγωνίζονται  για τα

προς το  ζην, και  να μας διδάσκουν με τις δύσκολες συνθήκες εκείνης  της

επιβίωσης , υπομονή  και εργατικότητα.

Και όταν οι σοδειές αποθηκεύονταν στα κατώγια μας, με τα ίδια γαϊδουράκια  η

τα άλογα  πηγαίναμε τα αλέσματα  στον αλευρόμυλο στους Αρμενιούς, για να

πάρουμε το αλεύρι , για τον  άρτο τον επιούσιο.

Και με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, θα ετοίμαζαν  τις πρώτες  σπορές, για να

επαναληφτούν οι ίδιες προσπάθειες, για τον ίδιο σκοπό και στόχο, τον άρτον τον

επιούσιον.

 

                        ΤΟ ΜΠΑΛΙΑΣΤΙΚΟ

 

Μετά το αλώνισμα και την μετακίνηση της αλωνιστικής μηχανής, στο χωράφι

έμενε  ένας  τεράστιος λόφος από άχυρο.

Ήταν το άχυρο, το οποίο, ανήκε σε όλους τους χωριανούς ,και ήταν  χρήσιμο για

τροφή  των ζώων ιδιαιτέρως  δε για τα άλογα .

Στο σημείο, μερικές ημέρες αργότερα, ερχόταν το μπαλιαστικό. Νέο θέαμα και

νέα ενασχόληση, για  τα παιδιά της ηλικίας μου.

Το μπαλιαστικό,  ήταν    μικρότερο  συγκρότημα από την τεράστια  αλωνιστική

μηχανή, και σκοπό  είχε ,να μπαλιάζει σε τετράγωνα  μακρόστενα   δέματα  το

άχυρο.

Το έστηναν , κοντά στο μεγάλο σορό, και οι  ταϊστές ,τροφοδοτούσαν με τις

πιρούνες και τα δεκριάνια, το  άχυρο στην χοάνη του μπαλιαστικού.

Δεξιά και αριστερά δυο εργάτες, παρακολουθούσαν το μέγεθος  της  μπάλας

,έριχναν  τις  πόρτες ,για να διακόψουν στο μέγεθος που έπρεπε , και περνούσαν

τα τρία σύρματα, για το τελικό δέσιμο.

Τα σύρματα τα ετοίμαζε κάποιος βοηθός ,και είχαν στη μια άκρη έτοιμη την

θηλιά δεσίματος.

Ανάλογα με την παραγωγή καρπού, κάθε παραγωγός  δικαιούταν ,  και ανάλογη

ποσότητα άχυρου, είχε δε και το αντίστοιχο  κόστος , αυτή η εργασία.

Η ζέστη και η σκόνη, μαζί με τον μονότονο θόρυβο, του μεγάλου παλινδρομικού

εμβόλου, που πίεζε  το άχυρο, έκαναν δύσκολη και αυτή την δαυλιά.

Μα πιο πολύ ήταν η φαγούρα  που προξενούσαν  τα  άγανα -[μικρά κομμάτια

άχυρου]-  που έμπαιναν  κάτω  από τα ρούχα .

Αφού τελείωνε  το μπάλιασμα , και ο καθένας  έπαιρνε  το άχυρο  που του

αναλογούσε ,κάποιοι  πήγαιναν  και κουβαλούσαν, ότι υπόλοιπο  είχε 

διασκορπιστεί , στα κατώγια τους για συμπληρωματικό εφοδιασμό.

Η μεταφορά  γινόταν  με τα χαράρια , τα οποία  ήταν  αυτοσχέδια δίχτυα

φτιαγμένα  με σχοινί  και λεπτά  ξύλα , τα γέμιζαν άχυρο και αφού τα μετέφεραν

στις αποθήκες  τους  τα  άδειαζα εύκολα.

Αυτές είναι οι αναμνήσεις από την αλωνιστική  μηχανή ,και το μπαλιαστικό,

Σήμερα αυτά τα δυο μηχανήματα , δεν θα τα ξαναδούμε, πολλά χρόνια  έχουν

καταργηθεί , και νέας  τεχνολογίας  μηχανές , αλωνίζουν τα σπαρτά  στα

χωράφια, και ταυτόχρονα βγάζουν τον καρπό και  συσκευάζουν- μπαλιάζουν  το

άχυρο.

 

 

 

Αθήνα  Μαρτιος 2012
Άρης  Κ.  Βλάχος

 

 

 

 

 

 

5.     Ο ΤΡΥΓΟΣ

 

Η καλλιέργεια των αμπελιών ήταν μια σπουδαία και επικερδής  ενασχόληση των Στασέων [Δ.Δ Δήμου Τριφυλίας], αφού είχαν καλά και φημισμένα αμπέλια , τα οποία  εκτός από την παραγωγή για δική τους σοδειά, ήταν και ένα σοβαρό έσοδο για πολλές οικογένειες ,οι οποίες πουλούσαν τον μούστο στους εμπόρους,  ή τα σταφύλια στα πατητήρια της περιοχής.

Ας αρχίσω από την σκληρή και κουραστική καλλιέργεια του αμπελιού που εκείνα τα χρόνια γινόταν όχι με μηχανική  βοήθεια όπως σήμερα με τρακτέρ και     σκαπτικά  αλλά μόνο χειρονακτικά.

 Αυτές οι εργασίες ήταν κατά σειρά οι εξής,

  1. -Το ξελάκκωμα, το σκάψιμο λάκκου γύρω από το κλίμα  για να συγκρατηθεί  το νερό από τις βροχές.
  1. -Το μονοβέργημα [κόψιμο μερικών κλαδιών]  και το κλάδεμα που έδινε στο φυτό την τελική του μορφή πριν την βλάστηση.
  2. -Το μάζεμα των βεργιών [κλαδεμένα κλαδιά] το οποίο ήταν γυναικεία δουλειά επειδή χρειαζόταν ευλυγισία και σκύψιμο.
  3. -Η λίπανση με ανάλογα λιπάσματα και χωνεμένη κοπριά.
  4. -Το σκάψιμο με τις πλατιές ή τις στενόπλατες αξίνες, το οποίο  ήθελε μπράτσα και τέχνη για να φτιάχνεις  κουτρούλια [σωροί από  σκαμμένο χώμα].
  5. -Το σκάλισμα των σκαμμένων κουτρουλιών ήταν  και αυτό κοπιαστική δουλειά αφού έπρεπε να πετύχουν μαλακό χώμα μετά από βροχή και να γίνει πριν αρχίσουν να βλαστάνουν τα κλήματα.
  6. -Ο ρέντος - το ράντισμα - ψεκασμός  των αμπελιών το οποίο γινόταν με ψεκαστήρες πλάτης, οι οποίες ήταν χάλκινες και  είχαν χωρητικότητα 15 κιλών.

Ο ψεκασμός γινόταν τότε, μόνο με χαλκούχα  σκευάσματα τα οποία παρασκεύαζε

ο κάθε παραγωγός μόνος του την ημέρα του ψεκασμού στο αμπέλι  και ήταν αναλογίες γαλαζόπετρας και ασβέστη.

Υπήρχαν προς τούτο  χάρτινες ταινίες φαινολοφθαλεΐνης     με τις οποίες  παρακολουθούσαν  τις σωστές αναλογίες του  μίγματος για να είναι αποτελεσματικό για τον περονόσπορο και την θειαφασθένεια.

Το μίγμα αυτό ήταν  ένα είδος βορδιγάλειου  πολτού και συνηθίζετε μέχρι σήμερα, για πολλούς προστατευτικούς  ψεκασμούς για διάφορες καλλιέργειες.

Το έφτιαχναν  σε ξύλινα βαρέλια, ή στις τσιμεντένιες βούτες όπως τις έλεγαν , επειδή αυτό το παρασκεύασα δεν επιτρεπόταν να γίνει σε μεταλλικό δοχείο γιατί είναι πολύ διαβρωτικό.

  1. -Το ξεφύλλισμα και το κορφολόγημα του αμπελιού, ήταν και αυτό απαραίτητο για να απομακρυνθούν  άχρηστα  φύλλα και βλαστοί , να μείνουν γερά κλαδιά, για καλύτερη απόδοση και αερισμό των σταφυλιών.
  2. -Το θειάφισμα ήταν απαραίτητη ενδιάμεση εργασία, και  έπρεπε να γίνει με προσοχή και κατάλληλο καιρό, χωρίς υγρασία.
  3. -Η προετοιμασία για τον τρύγο , το καθάρισμα και  ο έλεγχος των βαρελιών  καθώς και των διαφόρων εργαλείων για τον τρύγο.

Το αμπέλι  μετά από αυτές τις εργασίες που σας ανέφερα ,θέλει  πολύ και  κοπιαστική δουλειά όλο τον χρόνο και προγραμματισμό με  συνεχή παρακολούθηση ειδικά στο τελικό στάδιο πριν τον τρύγο.

Έλεγε ο πατέρας μου ότι το αμπέλι  θέλει όλο τον χρόνο να το επισκέπτεσαι  και  να το καλλιεργείς και έλεγε προς τούτο την εξής  ιστορία… …θέλοντας να δείξει την καθημερινή σχεδόν ενασχόληση που χρειάζεται .

-Πήγε στο αμπέλι, μετά από απουσία μερικών ημερών και  είπε…..

-Καλημέρα αμπέλι …. Και αυτό του απάντησε………., - Καλώς τον  Κώστα τον  τεμπέλη…

Μετά από όλες αυτές τις εργασίες και αν η χρονιά πήγαινε καλά, άρχιζε ο τρύγος.

Έπρεπε πριν τον τρύγο να μην έχει βρέξει επειδή με την βροχή……. έπεφταν τα γράδα ,δηλαδή είχε ο μούστος  χαμηλή περιεκτικότητα σακχάρου.

Στις προετοιμασίες του τρύγου περιλαμβανόταν  ο καθαρισμός  και η στεγάνωση του λινού [πατητήρι],η τοποθέτηση των βαρελιών στα κατώγια, για όσους  θα αποθήκευαν  τον μούστο  για δική  τους χρήση, και η αναζήτηση  εμπόρου  ή ταβερνιάρη  για όσους  θα πουλούσαν  τον μούστο .

Το τρύγημα-μάζεμα των σταφυλιών στα αμπέλια γινόταν με την συμμετοχή όλης της οικογενείας του παραγωγού και των συγγενών, καθώς επίσης και με ..δανεικαριές , δηλαδή την ανταπόδοση της βοήθειας με την ανάλογη συμμετοχή στον τρύγο εκείνου που βοηθούσε.

Στον τρύγο όλοι ήταν χρήσιμοι, επειδή χρειαζόταν πολλά  χέρια.

Άλλοι έκοβαν τα σταφύλια στα καλάθια και τις κανίστρες, άλλοι κουβαλούσαν με τα ωμοκόφινα –μικρότερα κοφίνια που τα φορτώναμε στους ώμους- τα σταφύλια στην άκρη του αμπελιού, άλλοι τα  φόρτωναν στα κοφίνια στα άλογα και στα γαϊδουράκια και τα παιδιά  συνήθως τα συνοδεύαμε στο χωριό για να τα αδειάσουν στους λινούς ή στις βούτες [ξύλινα βαρέλια με κωνικό σχήμα].

Οι ποικιλίες των σταφυλιών ήταν σε όλα τα αμπέλια σχεδόν ίδιες , και μόνο  το χρώμα  των σταφυλιών σε ορισμένα αμπέλια είχε μεγαλύτερες ποσότητες.

Μερικά αμπέλια είχαν πολλά σταφύλια  κοκκινέλες και από αυτά έβγαινε κόκκινο  ή ροζέ  κρασί .

Τα κρασοστάφυλα τα ξεχωρίζαμε ,στους ροδίτες ή κοκκινέλες [κοκκινωπά σταφύλια],στις ασπρούδες [άσπρα]και στα μαυρούδια [μαύρα].

Όλα τα αμπέλια είχαν και μερικά κλήματα με φαγώσιμα σταφύλια, τα οποία δεν τα τρυγούσαν για μούστο, αλλά τα αφήναν για φαγητό.

Περιζήτητα ήταν τα κορίθια και τα αητονύχια καθώς και τα κέρινα με τις μεγάλες κίτρινες ρόγες.

Η λαϊκή παροιμία -<<Θέρος-Τρύγος-Πόλεμος >>περικλείει όλη την ένταση, την κούραση, την οργάνωση,  την προσπάθεια που χρειάζεται ο τρύγος.

Το πάτημα των σταφυλιών γινόταν από τους πατητές, οι οποίοι ξυπόλητοι πατούσαν και έλειωναν τα σταφύλια, και μετά έβγαζαν τα τσίπουρα από τα πατητήρια για το τελικό στύψιμο.

Το στύψιμο γινόταν στις τσιπουριές και τον μούστο  που έβγαινε  από αυτό το στύψιμο  τον έλεγαν τσιπουρίτη ,ήταν όμως πιο αδύνατος ,είχε μικρότερη περιεκτικότητα σακχάρου από τον σταφυλοπάτη,[τον πρώτο μούστο].

Καλός και δυνατός μούστος ήταν αυτός που είχε γράδο 12-13 βαθμούς.

Μούστος με μικρότερο γράδο χρειαζόταν ενίσχυση για να γίνει καλό και δυνατό κρασί.

Βοηθητικό υλικό για την ενδυνάμωση του κρασιού κατά το βράσιμο του μούστου ήταν η μαύρη σταφίδα.

Οι έμποροι την μεταφορά του μούστου πριν αρχίσει να βράζει την  έκαναν τότε με ειδικά διαμορφωμένα φορτηγά αυτοκίνητα τα οποία είχαν στο πίσω μέρος  αντί για καρότσα,   δυο ή τρία μεγάλα ξύλινα βαρέλια.

Το ζύγισμα του μούστου στις πλάστιγγες και οι φόρτωση στα φορτηγά γινόταν  με τις χειροκίνητες αντλίες –τρόμπες.

Οι έμποροι ήταν συνήθως  μεγάλο-ταβερνιάρηδες από την Μεγαλόπολη και την Τρίπολη ,οι οποίοι έπαιρναν μεγάλες ποσότητες μούστου για τα μαγαζιά τους.

Οι παραγγελίες γινόταν από δυο –τρεις χωριανούς που είχαν ειδικές  φιλικές σχέσεις με τους εμπόρους και έπαιρναν προμήθεια η άλλη αμοιβή.

Το χωριό εκείνα τα χρόνια είχε συνολική παραγωγή μούστου σε καλές χρονιές 250εως 300 τόνους.

                                                                              Αθήνα  Απρίλιος  2013

                                                                                    Άρης Κ. Βλάχος

 

 

   6.       Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

 

Η Εκκλησία του Στασιού εορτάζει των Παμμεγίστων Ταξιαρχών την 8η Νοεμβρίου.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το  έτος κατασκευής.

Υπάρχει όμως σκαλισμένο το έτος  1858 πάνω από την  αριστερή πλάγια πόρτα ,

στο πέτρινο τόξο και είναι ορατό από το έξω μέρος .

Είναι γραμμένο και κάτι άλλο, το οποίο δεν έχει τύχη ερμηνείας, ίσως είναι το μονόγραμμα-υπογραφή του μάστορα που πελέκισε τους γωνιόλιθους και τα τόξα.

Ότι και να γράφει, είναι ένα γραπτό σημάδι για το έτος κατασκευής, ή ανακατασκευής, ή  επισκευής.

Είναι ορθογώνια κατασκευή με λιθοδομή πάχους 90- IO0cm και εμπρός δεξιά έχει ανεγερθεί μεταπολεμικά το καμπαναριό με μεικτή τριώροφη κατασκευή, λιθοδομής με  μπετόν και είναι προσκολλημένο στο κτήριο της εκκλησίας.

Η είσοδος της εκκλησίας έχει πελεκητούς γωνιόλιθους και τέμπλο , καθώς  και πέτρινο  τόξο.

Την ίδια κατασκευή έχουν και οι δυο πλαϊνές πόρτες εξόδου και  στην αριστερή όπως ανέφερα πιο πάνω, είναι σκαλισμένα κάποια σημάδια και ο αριθμός 1858.

Πρέπει να αναφέρω για να γίνει γνωστό και να γνωρίζουν οι νεώτεροι το εξής σημαντικό θέμα.

Όταν Μητροπολίτης Τριφυλίας ήταν ο Μακαριστός Στέφανος το έτος 1978,είχε ζητήσει και πήρε την εικόνα που ήταν στο παλιό Δεσποτικό κάθισμα και την μετέφερε ,όπως έλεγαν για φύλαξη για λίγο χρόνο μέχρι  να φέρουν  το νέο Δεσποτικό κάθισμα.

Από τότε κανένας δεν έχει ξαναδεί την εικόνα αυτή και δεν έχει επιστραφεί στην εκκλησία μας.

Είχαμε μάθει ότι η εικόνα αυτή βρίσκεται στο μητροπολιτικό μέγαρο της Κυπαρισσίας για φύλαξη.

Πότε αγιογραφήθηκε ,από ποιον αγιογράφο, το έτος αγιογράφησης, δεν το γνωρίζουμε.

Η εικόνα αυτή είναι πολύ παλιά και θα ήμουν πρόθυμος με μια ομάδα χωριανών να επισκεφτούμε τον νέο Μητροπολίτη και να ζητήσουμε να δούμε αυτήν την εικόνα και επίσης την επιστροφή της στην εκκλησία του χωριού μας.

Είναι η εικόνα του Δεσπότη Χριστού.

Το καμπαναριό έχει δυο καμπάνες, μια μικρή και μια αρκετά μεγάλη, οι οποίες όταν χτυπούν ακούγονται στα δυο κοντινά  χωριά, τους Αρμενιούς και τον Ξηρόκαμπο.

Αυτές οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα,  ή, λυπητερά για όλες τις χαρούμενες,        

ή, τις  δύσκολες εποχές του χωριού.

Θυμάμαι τον συνεχή και ακαθόριστο ήχο από τις δυο καμπάνες μαζί ,ο οποίος ήταν μήνυμα κινδύνου, για εκδήλωση πυρκαγιάς στην περιοχή και πρόσκληση για συνδρομή κατάσβεσης.

Από το λυπητερό ήχο  μαθαίνουν στο χωριό για κάποιο θλιβερό νέο θανάτου.

Η εκκλησία έχει στο προαύλιο ένα μεγάλο αιωνόβιο πλάτανο στον ίσκιο του οποίου τα καλοκαίρια ,παλαιότερα ,αλλά και σήμερα θα βρεθούν παρέες παιδιών  για κουβέντα και παιχνίδι.

Μπροστά τρέχει όλο τον χρόνο νερό, στα  δυο κανάλια, το οποίο  μετά  μαζεύεται  στην μεγάλη  στέρνα  και χρησιμοποιείται  για άρδευση.

Το ένα κανάλι είναι τσιμεντένιο και το δεύτερο είναι σκαλιστό πέτρινο.

Δεν υπάρχει κανένας χωριανός που να μην έσκυψε να πιει νερό ,να ξεδιψάσει από τα δυο αυτά κανάλια.

Το νερό αυτό αναβλύζει από ένα σημαντικό παλιό κτίσμα το οποίο οι παλιοί θα θυμούνται χωρίς την τσιμεντένια σκεπή, η οποία έγινε τα τελευταία χρόνια και το οποίο με μια μαντεμένια σωλήνα έρχεται στα κανάλια.

Το σημείο που είναι η πηγή βρίσκεται ανάμεσα στην εκκλησία και το νεκροταφείο στο νότιο προαύλιο.

Το παλιό κτίσμα είναι το ιερό μιας  εκκλησίας ,από το δάπεδο της οποίας όπως είχαν ακούσει οι παλαιότεροι και όπως και εμείς πληροφορηθήκαμε από αυτούς, άρχισε να αναβλύζει μεγάλη ποσότητα νερού.

Πότε έγινε αυτό κανένας δεν ξέρει, ούτε από τους παλιούς  μάθαμε.

 

 

Η εκκλησία του χωριού μας.

 

 

Μας έλεγαν όμως ότι για τον λόγο αυτό έκτισαν μια καινούργια εκκλησία, κοντά και δίπλα στο σημείο αυτό.

Όταν άρχισε να αναβλύζει νερό από το δάπεδο του ιερού ,δίπλα από την Αγία Τράπεζα ,γκρέμισαν την παλιά εκκλησία και έφτιαξαν την καινούργια.

Έμεινε όμως και είναι ορατό το πίσω κοίλον της λιθοδομής-μάντρας του παλιού ιερού και ένα όμορφο  μικρό παραθυράκι.

Ήταν πολύ αμυδρά μέχρι τα  τελευταία χρόνια  τα ίχνη από δυο εικόνες που είχαν αγιογραφηθεί στο τοίχο του ιερού της παλιάς εκείνης εκκλησίας δίπλα στο παραθυράκι του ιερού.

Σήμερα αν σκύψει και κοιτάξει κάποιος από την μικρή σιδερένια πόρτα μέσα σε αυτόν τον χώρο θα δει το κοίλον του ιερού με  το παραθυράκι και αν έχει καλό φωτισμό θα δει και τα ίχνη από τις δυο αγιογραφίες στον  παλιό τοίχο.

Πρέπει να αναληφθεί κάποια  πρωτοβουλία με σωστό προγραμματισμό, για την ανάδειξη αυτού του παλιού κτίσματος και την προστασία του.

Θα είναι ευπρόσδεκτη η οποιαδήποτε χορηγία ,ή , η συγκέντρωση της απαιτουμένης δαπάνης από ερανική επιτροπή της εκκλησίας.

 

 

                                                                        Μάρτιος  2013

                                                                        Άρης Κ Βλάχος

 

 

 

 

 

 

 

 

Το κοίλον του παλιού ιερού με το μικρό παραθυράκι.

Στο δάπεδο αναβλύζει το νερό που τρέχει στα δυο κανάλια της βρύσης.

 

 

 

 

Αριστερά από το παράθυρο του ιερού φαίνονται  υπολείμματα  από τις δυο παλιές  τοιχογραφίες.

 

 

 

 

 

Το σκαλιστό  γράφημα στο τόξο της αριστερής πλαϊνής πόρτας.

 

 

 

 

7.   ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΩΝ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΩΝ  ΣΤΟ ΣΤΑΣΙΟ

 

Τα σαλιγκάρια τα ασπρουδερά, τα μαζεύαμε τις βροχερές μέρες του χειμώνα.

Είχαν ένα σχήμα διαφορετικό από τα γνωστά σαλιγκάρια που βρίσκουμε στις αυλές και στους κήπους  γύρω από το χωριό , αλλά και διαφορετικό χρώμα.

Ήταν ανοιχτού άσπρου-γκρι χρώματος, και μεγάλου πλακέ στρογγυλού σχήματος.

Την ποσότητα που μάζευε κάποιος την υπολόγιζε και την μετρούσε  σε ζευγάρια.

Μια καλή ποσότητα για κάποιον που θα πήγαινε στο βουνό ήταν 60-80 ζευγάρια,

Δηλαδή 120-140 κομμάτια.

Αυτού του είδους τα σαλιγκάρια τα βρίσκαμε μόνο στο βουνό και σε περιοχές με βράχια και άγρια μεγάλα δένδρα.

Για να μαζέψεις σαλιγκάρια δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Χρειαζόταν  κουραστική  πεζοπορία  στο βουνό, σε δύσκολο έδαφος και σε γκρεμούς.

Τα μέρη που βρίσκαμε αυτά τα σαλιγκάρια ήταν στις παρυφές του Γεράνιου, στα Καραμπούλια, στον κάτω και πάνω Χαλιά, στην Τρανηχούνη, στο Ρολόι, και πιο ψηλά στην Αρίτσα, και στο Νεράκι του Τζουβελέκα.

Τα βρίσκαμε στις σχισμές των βράχων , και στους κορμούς διαφόρων δένδρων .

Δένδρα που θα έβρισκες  σαλιγκάρια  ήταν  οι αργιές, οι γλατζινιές, τα σφεντάμια, οι ξυλοκερατιές, οι κουμαριές, και τα πουρνάρια.

Το μάζεμα γινόταν σε βροχερές  μέρες, με  υγρασία, ακόμα και με βροχή.

Συνηθισμένη συνταγή στο χωριό, ήταν τα σαλιγκάρια τσιγαριστά με ψιλά χόρτα.

Αυτό το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο,  και  χορταστικό και κάλυπτε τις ανάγκες μιας μεγάλης οικογένειας, ειδικά στις μέρες νηστείας, την Καθαρά Δευτέρα,  την σαρακοστή , και την  Μεγάλη Εβδομάδα.

Ήταν ευπρόσδεκτη η προσφορά- το φίλεμα- ενός   πιάτου με χόρτα και σαλιγκάρια, στον γείτονα που δεν είχε την αντοχή, και τις δυνάμεις, να ανέβει στο βουνό , για να μαζέψει  σαλιγκάρια.

Ειδικά οι νεότεροι πρόσφεραν ένα τέτοιο πιάτο, στους παππούδες , και στις γιαγιάδες.

Τα τελευταία χρόνια, είναι σπάνιες οι προσπάθειες που έγιναν  στο χωριό, για την 

 παραπάνω  διαδικασία μαζέματος σαλιγκαριών, και σε όσους αρέσει αυτό το φαγητό,  προτιμούν να αγοράσουν σαλιγκάρια, παρά να ανέβουν στο Γεράνιο να τα μαζέψουν.

Τα σαλιγκάρια όμως  του Γεράνιου δεν θα τα βρουν πουθενά, τόσο καθαρά, νόστιμα, και χορταστικά, με όποια συνταγή και αν επιλέξουν να τα μαγειρέψουν.

 

 

                                               Φεβρουάριος 2013

 

                                                Άρης Κ. Βλάχος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      8.       Η Πλακοπαγίδα 

 

                               

Την αυτοσχέδια παγίδα για να πιάσουμε  πουλιά  την λέγαμε πλακοπαγίδα.

Ήταν μια καλή και πλατιά φραγκοσυκιά  την οποία  επιλέγαμε  σε φράχτες και όχτους,που είχε φραγκοσυκιές.

Ποιος δεν είχε στήσει η δεν είχε συμμετάσχει  σε ομάδα  παιδιών του χωριού  στο στήσιμο  και την επιθεώρηση πλακοπαγίδων.

Οι ομάδες συγκροτούντο από παιδιά της ίδιας ηλικίας ,η από παιδιά της ίδιας  γειτονιάς.

Στην ίδια ομάδα δεν θυμάμαι να ήταν  παιδιά από την ίδια οικογένεια δηλαδή  αδέλφια.

Όσες φορές ξεκίνησε….. μια τέτοια  συνεργασία τελείωσε με καυγάδες.

Θυμάμαι δυο αδέλφια να έχουν στήσει μεγάλο καυγά , με αλληλοκατηγορίες για τον τρόπο και τις θέσεις στησίματος των πλακοπαγίδων, επειδή είχαν  αποτυχίες…….

Οι διακοπές των Χριστουγέννων και οι καιρικές  συνθήκες [βροχή ή κρύο] ήταν η κατάλληλη εποχή για το ξεκίνημα του στησίματος.

Οι περιοχές …δράσης ήταν κυρίως στα χωράφια που ήταν ιδιοκτησίες  των οικογενειών  των παιδιών ,και αυτό θεωρείτο  άβατο  και απαγορευτικό  για κάποιον   που δεν είχε  αυτή την προϋπόθεση.

Η παράβαση του παραπάνω  όρου, είχε σαν αποτέλεσμα προστριβές –ξυλοδαρμούς , μεταξύ των ομάδων ,αλλά  το κυριότερο  καταστροφή,  και   δολιοφθορά τις πολύ πρωινές,  η τις νυχτερινές ώρες, όλων  των ξένων εγκαταστάσεων……

Η κάθε ομάδα, μπορούσε να στήσει πλακοπαγίδες, και σε άλλους χώρους [κοινόχρηστους], και αυτοί ήταν ρεματιές, η εγκαταλελειμμένα  χωράφια , στην ρίζα  του βουνού.

Τοποθεσίες για πλακοπαγίδες ήταν , το Καψαλάκι, τα Μαρκάδια, τα  Βλαχέικα  αμπέλια,η Τρανηχούνη, τα Κυπαρισσάκια, τα Κουβέλια, η Μουντρούχα, ο Αι Θανάσης, του Σαράτση  ο μύλος, η Αρμενόβρυση, τα Μπατζάνια, οι Αλεπότρυπες,τα Μαλενιτιάνικα, του Ρούφα,ο  Αγιάννης, τα Καραμπούλια, του Κουπίνου, το Κεφαλόβρυσο, και άλλες περιοχές πιο απομακρυσμένες από το χωριό.

Μεγάλη επιτυχία θεωρείτο να πιάσεις δυο - τρία  Κοκκινολαίμια ,και μεγάλος στόχος ήταν να πιάσεις Τσίχλα η Κότσιφα.

Οι ιδιοκτήτες…. των πλακοπαγίδων ,έπρεπε να είναι σε συνεχή έλεγχο και επιθεώρηση, των εγκαταστάσεων, α] για την παραλαβή του Κοκκινολαίμη……. σε περίπτωση  επιτυχίας και β] ξαναστήσιμο  της πλακοπαγίδας.

Έπρεπε να επιθεωρούν επίσης τις πλακοπαγίδες  τους, από τον φόβο …κλοπών από άλλες ομάδες.

Έχουν μείνει , ιστορικές, οι  φάρσες, με τεμάχια φτερών,…… τοποθετημένα στην πεσμένη πλακοπαγίδα, και απουσία του Κοκκινολαίμη…….

Η μεγάλη  άνθιση αυτού του  ιδιόμορφου κυνηγιού, ήταν στην δεκαετία 1960 έως 1970 με ελάττωση σιγά- σιγά ,  των  ομάδων που έστηναν  πλακοπαγίδες.

Τα τελευταία  χρόνια  δεν είδα  ούτε  άκουσα  για τέτοια  προσπάθεια.

 

Φτιάχνω μια πλακοπαγίδα……….

 

Πρωταρχική και σημαντική, ήταν η επιλογή μιας καλής  και πλατιάς φραγκοσυκιάς.

Στραβώναμε τα αγκάθια, στις δυο πλευρές και αφήναμε, τα αγκάθια γύρω- γύρω στις άκρες τα οποία λειτουργούσαν σαν  πρόσθετα εργαλεία  παγίδευσης  του πουλιού.

Κόβαμε παράλληλα τις δυο άκρες της φραγκοσυκιάς, και στην πάνω  άκρη περνάγαμε  μια λυγαριά σαν τόξο  η οποία χρειαζόταν για το στήσιμο  και την μεταφορά της πλακοπαγίδας.

Στην κάτω άκρη φτιάχναμε ένα άνοιγμα 5χ5 cm,και περνάγαμε ένα ξύλο με το κλειδί.

Το κλειδί ήταν κατασκευή από λυγαριά σε σχήμα του αριθμού έξη, και στην άκρη –την ουρά αυτού του κλειδιού- στερεώναμε  με αγκάθι  φραγκοσυκιάς το ..σκουλήκι.

Το σκουλήκι έπρεπε να είναι ζωντανό, να κινείτε, για …..να τσιμπήσει  το πουλί.

Τα σκουλήκια τα μαζεύαμε  κυρίως σε καλαμποκιές και τα αποθηκεύαμε στα Καλαμπουκάνια,τα οποία ήταν τμήμα από καλάμια.

Απαραίτητα  στα εξαρτήματα ήταν  ακόμα, η φούρκα, και το πεταχτάρι, το   ξύλο δηλαδή  που απελευθερωνόταν  όταν το πουλί  τσιμπούσε  το σκουλήκι .

Για βάρος και γρήγορο  πέσιμο βάζαμε , και μερικές πέτρες  στην φραγκοσυκιά  που στηνόταν  πλαγίως, στηριζόμενη στην φούρκα.

Η επιλογή της θέσης ήταν  σημαντική  προϋπόθεση  για επιτυχίες.

Προετοιμάζαμε το σημείο, με ελαφρύ  σκάψιμο κοντά  σε μάντρες , σε σκίνα,  η μέσα  σε πυκνή βλάστηση, για να προσελκύσουμε τα πουλιά.

Αυτές είναι οι αναμνήσεις από τις όμορφες  εκείνες  εποχές, που δυο κοκκινολαίμια  τηγανιτά με αυγά ήταν  λουκούλλειο… .γεύμα.

Στην επόμενη σελίδα υπάρχει  σχέδιο  και σκαρίφημα.

 

                                                                                                                                             

                                                       

 

                                                               

 

 

 

                                                     Αθήνα Μάρτιος 2012

                                          Άρης Κ. Βλάχος

 

 

 

 

 

       9.      ΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙ ΛΙΑ

 

Το εξωκλήσι του Αι Λιά είναι στην κορυφή του Γεράνιου πάνω από το Στασιό.

Το υψόμετρο εκεί –σύμφωνα με πληροφορία που πήρα από την Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού- είναι 1217μ.

Μετά τον Αγιάννη ακολουθώντας  τον χωμάτινο δρόμο, τον οποίο μόνο τρακτέρ και αυτοκίνητα με τετρακίνηση μπορούν να ανέβουν , μπαίνεις στην χαράδρα με την διαδρομή για τον Αι Λιά.

Στον Αγιάννη πρέπει να κάνης προμήθεια νερού ,αφού στην  ανηφόρα θα χρειαστείς πολλές στάσεις για ξεκούραση και ξεδίψασμα…

Θα περάσεις τον κάτω και τον πάνω χαλιά [είναι τοποθεσίες κατηφορικές με πολλές μικρές σπασμένες πέτρες], θα περάσεις το κάτω και πάνω αλώνι ,και θα φτάσεις στο νεράκι του Τζουβελέκα.

Στον πάνω χαλιά θυμάμαι σαν ήμουν μαθητής του δημοτικού ,είχα πάει με τον πατέρα μου να κόψουμε ξύλα για το σπίτι.

Είχαμε πάρει εκτός από το δικό μας άλογο – τον Καρά- και ένα ακόμα άλογο , κάποιου συγγενούς μας.

Ο πατέρας μου έκοψε πολύ  χοντρά ξύλα πάνω από την τοποθεσία αυτή, και αφού τα έδενε μεγάλα δέματα τα έσπρωχνε στον χαλιά και οι σπασμένες ελεύθερες πέτρες, καθώς  και το τμήμα του βουνού σε αυτό το σημείο χωρίς βλάστηση, διευκόλυναν την κατακρήμνιση των δεμάτων μέχρι κάτω που περίμενα εγώ με τα άλογα για να τα φορτώσουμε.

Τα τελευταία χρόνια κατά την διάνοιξη του δρόμου, σε κάποιο σημείο στον πάνω χαλιά, η μπουλντόζα διαπλατύνοντας μια στροφή , βρήκε στο πέρασμα της μια μικρή ροή νερό, το οποίο αξιοποιήθηκε από τους κτηνοτρόφους του βουνού και δίνει μια αρκετή ποσότητα νερού για το πότισμα των ζώων .

Ανεβαίνοντας το βουνό αρχίζει να σε αποζημιώνει η θαυμάσια θέα τμήματος του κάμπου και της κάτω πόλης της Κυπαρισσίας με το λιμάνι.

Φτάνεις στο νεράκι του Τζουβελέκα –έτσι έμεινε να λέμε την τοποθεσία αυτή-και σε αυτό το σημείο σταματά ο δρόμος για τα αυτοκίνητα και τρακτέρ.

Αυτό το μέρος ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός ξεκούρασης για τους ανθρώπους και τα ζώα, επειδή από εκεί  η Αρίτσα   είναι πλέον κοντά.

 Εκείνα τα παλιά χρόνια έδεναν και αφήναν εκεί τα άλογα και τα γαϊδουράκια, και συνέχιζαν με τα πόδια για τον Άι Λιά.

Σήμερα εκεί αφήνουν τα τρακτέρ και τα 4Χ4……….

Ήταν ένα μεγάλο χωράφι το οποίο καλλιεργούσε ο ιδιοκτήτης του μέχρι την δεκαετία του 1950 και στο κέντρο του ήταν ένα μεγάλο αιωνόβιο πουρνάρι με πυκνή φυλλωσιά και καλό ίσκιο.

Ο ιδιοκτήτης του κτήματος, ήταν ο Γεώργιος Γκούτης [Τζουβελέκας] ο  οποίος δεν είναι πλέον στη ζωή ,είναι όμως σε μια φωτογραφία  του έτους  1956 την οποία  μου παραχώρησε  ο Γρηγόρης  Κάππος  του Σωτηρίου , στην οποία  κάτοικοι  του χωριού  με επικεφαλής  τον +Παπά  Πανάγο προσφέρουν  προσωπική  εργασία  για την διαμόρφωση  του προαύλιου  χώρου στο εκκλησάκι.

Λίγο πάνω προς την πλαγιά ήταν μια μικρή σκαμμένη πηγή με πέτρινη προστασία γύρο-γύρο , και βάθος 60-80 cm,η οποία πολλές φορές είχε λίγο νερό τον μήνα Ιούλιο, που ανεβαίναμε για τον Αι Λιά και για αυτό το λίγο νερό ονομάστηκε η τοποθεσία νεράκι του Τζουβελέκα, επειδή το βουνό δεν έχει άλλη πηγή σε αυτό το υψόμετρο.

Σήμερα το νεράκι του Τζουβελέκα έχει άλλον ιδιοκτήτη ο οποίος έχει κάνει εκχέρσωση και διαμόρφωση του χώρου, έχει κάνει και αξιοποίηση  της πηγής, με ωραία πέτρινη κατασκευή.

Ανεβαίνοντας ένα μικρό πολύ ανηφορικό κομμάτι του βουνού, φτάνεις στην Αρίτσα, τον αυχένα δηλαδή που πρέπει να στρίψεις δεξιά.

Όλη η διαδρομή από τον Αγιάννη και πάνω είναι μέσα σε πυκνό δάσος από πουρνάρια, σφεντάμια, γλατζινιές, κουτσουπιές και πολύ πράσινο.

Πολλοί προσκυνητές μαζεύουν ρίγανη επειδή στο βουνό είναι άφθονη και φτάνει για όλους.

Από την Αρίτσα στρίβει δεξιά ο δρόμος σε ίσιωμα.

Αν συνεχίσεις θα βρεθείς σε ένα όμορφο οροπέδιο με δυο παλιά πέτρινα πηγάδια, τα λένε -Γραμματικέiκα πηγάδια- από τους πάλε ποτέ ιδιοκτήτες τους, τα οποία έχουν νερό, κρύο, και καθαρό, όλο τον χρόνο και είναι πολύ κοντά στην Αρίτσα.

Θυμάμαι- ήμουν μαθητής δημοτικού-   σε εκείνα τα πηγάδια πήγαμε να ποτίσουμε με κουβά τα άλογα, όταν ο πατέρας μου με πήρε μαζί του με μια ομάδα χωριανών μερικές μέρες πριν την εορτή του Αι Λιά.

 Θυμάμαι ανεβαίναμε σιγά σιγά τον παλιό δρόμο , κόβαμε θάμνους και καθαρίζαμε από πεσμένες πέτρες τα δύσκολα σημεία.

Το μεσημέρι φτάνοντας στην Αρίτσα, πήγαμε όλοι εκεί για ξεκούραση και φαγητό.

Εκεί σε ένα μεγάλο πουρνάρι μας είπε ο Σωτήρης Καννελάκης,ότι ήταν το μνήμα του Χρόνη.[Κάτοικος της Μάλης που δολοφονήθηκε και  ετάφη  σε αυτό το σημείο κρυφά.]

Παλιά άγνωστη προπολεμική ιστορία με προστριβές και διενέξεις κτηνοτρόφων .

Και αν από εκεί συνεχίσεις θα πας στις λίμνες, στον Άι Προκόπη  και μετά στην Μάλη.

Στρίβοντας στην Αρίτσα δεξιά, τα πόδια ξεκουράζονται λίγο, από την εύκολη διαδρομή στα παλιά αμπέλια, με κάποια ισώματα του δρόμου.

Μετά από πεζοπορία 20΄ λεπτών περίπου φτάνεις στο λεμούλι-είναι ένας  αυχένας- που δεξιά του είναι η κορυφή του Αι Λιά, και αριστερά η κορυφή της Αετοράχης.  Μπροστά και κάτω βλέπεις την ρεματιά που κατεβαίνει από τον κάμπο της Μάλης και τα καλιφώνια, καθώς επίσης το Περδικονέρι [Ποδογορά] και στο βάθος την Πλάτη[Καναλουπού],και ακόμα μακριά τα Φιλιατρά.

Συνεχίζεις δεξιά με την  εύκολη χωρίς ανηφόρα διαδρομή και φτάνεις στον Αι Λιά.

Όταν φτάσεις μπροστά από το εκκλησάκι και κοιτάζοντας κάτω, ξαφνιάζεσαι και προς στιγμή, ζαλίζεσαι από την θέα.

Νομίζεις ότι θα γκρεμιστείς….. μπροστά ,ψάχνεις κάπου να πιαστείς, …νομίζεις ότι είσαι σε αεροπλάνο, η ματιά σου χύνεται στον κάμπο και στην θάλασσα του Ιονίου Πελάγους.

Προσπαθείς να ξεχωρίσεις τα χωριά του κάμπου που είναι μπροστά, αλλά το μάτι σου φεύγει,… ψάχνει τον ορίζοντα από την Πύλο μέχρι την Κυλλήνη.

Αν έχει καλή ορατότητα θα δεις τα Στροφάδια και τις ακτές της Ζακύνθου και δεξιότερα της Ηλείας.

Βλέπεις την Πύλο ,την Σφακτηρία, τις παρυφές των Γαργαλιάνων, την νήσο Πρώτη, τα Φιλιατρά, την Πλάτη ,το Περδικονέρι, την Φαρακλάδα, την Σπηλιά, τους Αρμενιούς, τον Αγρίλη ,το Χαλαζόνι ,την Τερψιθέα, την κάτω πόλη της Κυπαρισσίας με το λιμάνι, το Καλόνερο,τις Ράχες και στη συνέχεια  τα χωριά της Ζαχάρως και της Ηλείας, σαν να είσαι σε αεροπλάνο η να σε έριξαν εκεί με αλεξίπτωτο.

Γυρνάς την ματιά σου σαν περισκόπιο υποβρυχίου και χαζεύεις… τις γύρο κορυφές με τις χαράδρες τους.

Αν φτάσεις την παραμονή το απόγευμα θα δεις ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο Πέλαγος που όμοιο του είδα μόνο στην Σαντορίνη, αλλά κατά την διανυκτέρευση στον προαύλιο χώρο, πρέπει να έχεις μαζί σου ζακέτα και κουβέρτα.

Αν βρεθείς στον Αι Λιά το ξημέρωμα θα δεις την ανατολή του Ηλίου.

Ένα σπάνιο και μοναδικό φαινόμενο.

Θα δεις τον κόκκινο πυρακτωμένο δίσκο του Ήλιου, να δυναμώνει σε φως και να δακρύζουν τα μάτια σου.

Μπροστά από το εκκλησάκι είναι μια τσιμεντένια κολώνα με το μεταλλικό σήμα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, επειδή η κορυφή είναι τριγωνομετρικό σημείο που χρησίμευε  με άλλα γειτονικά σημεία για την νέα χαρτογράφηση της Ελλάδος πριν  χρησιμοποιηθούν  για τέτοιους σκοπούς οι δορυφόροι.

Το εκκλησάκι από πληροφορίες άρχισε να κατασκευάζεται το έτος 1953, με την συνδρομή των κατοίκων του Στασιού και κατοίκων από άλλα χωριά του κάμπου.

Έχει διαστάσεις 6χ8 με τσιμεντένια σκεπή.

Στην αρχή με ιερέα τον +Παπά Πανάγο γινόταν υπαίθρια λειτουργία με πρόχειρη κατασκευή της Αγίας Τράπεζας, αλλά στην συνέχεια άρχισαν να κτίζουν τμηματικά την εκκλησία.

Μου είχε αναφέρει ο πατέρας μου δυο γεγονότα τα οποία θα περιγράψω.

Το έτος 1953 κατά την διαμόρφωση του χώρου από ομάδα κατοίκων του χωριού, πριν χτιστή η εκκλησία, ο Αναστάσης Καννελάκης [δεν βρίσκεται πια στην ζωή] είπε  με δυνατή φωνή,

<< Μπάρμπα Λιά…. Δείξε μας ένα σημάδι ότι εδώ ήταν εκκλησιά σου..>>

Και μετά από λίγο βρέθηκε ένα μεγάλο σιδερένιο καρφί το οποίο εξέλαβαν σαν σημάδι και πήραν κουράγιο να συνεχίσουν, αφού την τοποθεσία την έλεγαν Αι Λιά, έπρεπε να φτιάξουν και εκκλησάκι.

Το δεύτερο γεγονός που μου είπε ο πατέρας μου ήταν η  αφήγηση που τους έκανε κάποιος ηλικιωμένος γέροντας του χωριού, [ο Σωτήρης Βλάχος]ο οποίος είχε ακούσει από τον παππού του  ότι την ημέρα που έγινε η ναυμαχία του Ναβαρίνου το έτος 1827,την 20η Οκτωβρίου, στην κορυφή του Αι Λιά ήταν μαζεμένοι όλοι οι τσοπάνηδες των γύρο βουνών, με τις οικογένειες τους και άλλοι κάτοικοι από τα καμποχώρια, φοβούμενοι βιαιοπραγίες των Τούρκων.  

 Τότε είδαν  ξαφνικά την έναρξη  της ναυμαχίας, αφού εκείνη την ημέρα είχε καλή ορατότητα.

Έβλεπαν έως αργά την νύχτα φωτιές και λάμψεις και άκουγαν υπόκωφους κρότους, από την καταστροφή του Τουρκικού στόλου του Ιμπραήμ.

Ακριβώς κάτω από την κορυφή μετά από έναν γκρεμό στην ρίζα ενός πανύψηλου βράχου είναι η Μαύρη Σπηλιά, την οποία έχω επισπευτεί αρκετές φορές σε πεζοπορίες  και αναρριχήσεις στο Γεράνιο, σίγουρα χρησιμοποιήθηκε για διαφόρους σκοπούς ,και από κτηνοτρόφους για πρόχειρη διαμονή.

 Είναι μια πολύ μεγάλη σπηλιά με καπνισμένους μαύρους βράχους, από τις φωτιές των τσοπάνηδων που κατέφευγαν εκεί για προστασία.

Όλοι οι προσκυνητές που ανεβαίναμε από την παραμονή το βράδυ στον Αι Λιά, διανυκτερεύαμε .

Τα παιδιά με τις γυναίκες μέσα στο εκκλησάκι και οι υπόλοιποι με κουβέρτες έξω.

Πολλοί όμως προσκυνητές ανέβαιναν και ανεβαίνουν το πρωί, ξεκινώντας χαράματα από το χωριό.

Τα τελευταία χρόνια πολλά νέα παιδιά ανεβαίνουν με τις παρέες τους από την παραμονή, με αντίσκηνα που παρέχουν στεγάνωση και προστασία βροχής και κρύου.

Το Στασιό δεν φαίνετε από τον Αι Λιά, επειδή βρίσκετε στην ρίζα του Γεράνιου και για να το δεις πρέπει να πας στην άκρη ενός μεγάλου βράχου με ορατότητα προς το χωριό.

 

 
Στην φωτογραφία είναι η διαδρομή για την Αρίτσα, μέσα από την χαράδρα μετά τον Αγιάννη και στην κορυφή του Γεράνιου είναι το εκκλησάκι του Αι Λιά.

Συνήθως τα βράδια που ανεβαίναμε στο εξωκκλήσι είχε καλό καιρό χωρίς κρύο, αφού εορτάζει την 20η Ιουλίου και είναι καλοκαίρι.

Κάποιες φορές όμως θυμάμαι συνθήκες κρύου…… χειμώνα και ήταν συνηθισμένη  η ερώτηση όταν κατεβαίναμε από το βουνό… …<<Πως  τα περάσατε, κόψατε πολλά καρφοπέταλα; >> υπονοώντας το άνοιγμα-κλείσιμο των σιαγώνων από το κρύο, όπως μια πρέσα που φτιάχνει καρφιά και πέταλα για τα άλογα….  .

Αυτές είναι οι αναμνήσεις και οι πληροφορίες για το εξωκκλήσι του Άι Λιά, και τις έγραψα για να θυμηθούν οι παλιοί, και να μείνουν αυτές οι πληροφορίες στους νέους.

Όσοι δεν έχουν πάει στον Άι Λιά ή δεν μπορούν να πάνε, ας φτιάξουν στο μυαλό τους και στην φαντασία τους την διαδρομή και το εξωκκλήσι.

Όσοι μπορούν ,να προγραμματίσουν  να πάνε, να προσκυνήσουν την εικόνα του Προφήτη Ηλία, για εκδρομή ,για πεζοπορία .

 

 

                                                   Αθήνα Μάιος 2013

 

                                                 Άρης  Κων. Βλάχος

 

 

 

 

 

 

 

Kάτοικοι που βοήθησαν στην διαμόρφωση του χώρου και στην ανέγερση της εκκλησίας.

ΟΡΘΙΟΙ

Λυκούργος Μπαμπαρούτσης-Πανάγος Κασέρης-Κων. Βλάχος-Σωτήρης Κατσαρελάς-Γεώρ. Γκούτης [Τζουβελέκας]-+Πάπα Πανάγος-Τάσης Γκούτης-Kόκλας-Αντώνης γιος Πάπα Πανάγου-Τάκης Παναγιωτόπουλος  του Κων-Νικόλαος Μπούρας-Στάθης Κάππος-Νικ. Παναγιωτόπουλος[Καντηλάκιας]-Γεωρ. Κωνσταντόπουλος

ΚΑΘΗΜΕΝΟΙ

Νικόλας Μπαμπαρούτσης-Γρηγόρης Κάππος-Γεωρ Καννελάκης-Χρήστος Γκούτης-Γεωρ. Δημητρακόπουλος

 

 

 

Ηλιοβασίλεμα από τον Άι Λιά.

 

 

 

 

 

Η Κυπαρισσία από τον Άι Λιά.

 

 

 

Προσκυνητές στο προαύλιο χώρο, από το βράδυ της παραμονής.

 

 

                                                   

10.          Ο ΡΑΒΔΟΣ

 

Όταν άρχισα να γράφω για το ράβδο, ήταν ήδη Νοέμβρης του 2013, και είχε αρχίσει το μάζεμα της ελιάς, είχε δηλαδή αρχίσει ο ράβδος στον κάμπο της Κυπαρισσίας.

 

Λέγοντας ράβδο εννοούμε το μάζεμα των ελαιοποιήσιμων ελιών στα κτήματα του δικού μου χωριού και των άλλων χωριών του κάμπου. Επειδή οι ελιές ραβδίζονται καθιερώθηκε  με την λέξη ράβδος αυτή η αγροτική και κουραστική εργασία.

 

Θα περιγράψω όμως τον ράβδο όπως τον θυμάμαι στην δεκαετία του 1960, αφού συμμετείχα βοηθώντας μικρό παιδί τότε τους γονείς μου. Στα μέσα Νοεμβρίου και μετά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για το ράβδο, με την συγκέντρωση των εργαλείων που θα χρησιμοποιούσαμε.

 

Πρώτα ετοιμάζαμε τα λιόπανα, τα οποία ήταν υφαντά η λινάτσες βιομηχανικές, συρραμμένα το ένα με το άλλο, σε συνολικό εμβαδόν 4χ4 η 5χ5, τα οποία μετά από βροχή ή αν τα χρησιμοποιούσες σε μουσκεμένο έδαφος ήταν πολύ βαριά- ασήκωτα ,και ήταν δύσκολα να τα μετακινείς και να τα στρώνεις στην ελιά.

Έπρεπε να ετοιμάσουμε τις δέμπλες. Οι δέμπλες ήταν ξύλινα μακριά και ευλύγιστα ραβδιά μήκους 2-6 μέτρων.

 

Τις μικρές τις λέγαμε κοντοδέμπλια και όταν χρειαζόμαστε πολύ μεγάλες δέμπλες, τότε δέναμε δυο [μια μεγάλη και μια μικρή] για τις πανύψηλες ελιές, και αυτό το  λέγαμε δεμπλό] η ονομασία ίσως προήλθε από  το –δυο δέμπλες.

Απαραίτητα ήταν για τον ράβδο τα καντάλια.

 

Ήταν κοντά ραβδάκια 60-90 πόντους ίσια και ξεφλουδισμένα στην φωτιά, και γυαλισμένα χωρίς ρόζους για να μην τραυματίζονται οι παλάμες, αφού τα χρησιμοποιούσαν οι ραβδιστές πάνω στις ελιές και οι γυναίκες για να χτυπούν τα λιόκλαρα που μάζευαν πάνω από τα λιόπανα.

 

Τα καντάλια ήταν ατομικό-προσωπικό εργαλείο για τον ραβδιστή που ανέβαινε πάνω στις ελιές, αφού το είχε συνηθίσει και στην συμμετρία και στο βάρος για να ραβδίζει χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια.

 

Πολύ καλό ξύλο για δέμπλες και καντάλια ήταν τα παλιούρια, καθώς επίσης και  τα πουρνάρια. Άλλο εργαλείο εκείνα τα χρόνια ήταν οι σαρωματίνες, με τις οποίες σάρωναν –σκούπιζαν τα λιόκλαρα πάνω από τα λιόπανα.

 

Ήταν πυκνές αφάνες-θάμνοι τις οποίες έδεναν πάνω σε ξύλινα κοντάρια, αφού πρώτα τις είχαν πατήσει με βάρος για να πλατύνει το σχήμα τους.

Αυτές οι σκούπες για τα λιόκλαρα δεν λείπουν  μέχρι σήμερα από τον ράβδο, απλώς σήμερα χρησιμοποιούνται μεταλλικές η πλαστικές  του εμπορίου.

 

Δεν υπήρχαν αλυσοπρίονα βενζίνης η ηλεκτρικά και το κόψιμο των ελιών γινόταν με πριόνια χειρός. Τις κλάρες που έκοβαν οι ραβδιστές, τις χτυπούσαμε με τα καντάλια, πάνω στα λιόπανα.

 

Στον ράβδο έπρεπε να είναι πολυμελής ομάδα εργατών για να υπάρχει καταμερισμός εργασίας και ημερήσια απόδοση. Οι γυναίκες έστρωναν τα λιόπανα και έκαναν τις άλλες βοηθητικές εργασίες, ενώ οι άνδρες έκαναν τις πιο επίπονες δουλειές, δηλαδή τον ράβδο πάνω και κάτω στην ελιά, και αργότερα το βράδυ, το λίχνισμα και το σάκιασμα στα τσουβάλια.

 

Πολύ καλή ομάδα- συνεργείο για ράβδο ήταν τρία ζευγάρια, τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες. Για να υπάρχει τετραμελής η εξαμελής ομάδα- συνεργείο, ήταν συνηθισμένη η δανεικαριά, δηλαδή η ανταπόδοση της ημερήσιας συμμετοχής και βοήθειας του ενός στον άλλο.

 

Με τα έξη άτομα μοιραζόταν η δουλειά και ο καθένας είχε το πόστο του.

Όταν χρειαζόταν, γινόταν εναλλαγή, αλλά οι ραβδιστές είχαν ειδίκευση και συνεχή απασχόληση με το ράβδισμα.

 

Αφού ραβδιζόταν η ελιές, τις έβαζαν στα τσουβάλια, και τις συγκέντρωναν σε ένα επίπεδο και στεγνό μέρος, το οποίο δεν όργωναν και δεν καλλιεργούσαν για να είναι  καθαρό . Αυτό τον χώρο τον έλεγαν λιχνίστρα και εκεί άδειαζαν σε ένα μεγάλο σωρό τις ελιές για να τις λιχνίσουν, με σκοπό να ξεχωρίσουν με τον αέρα τα φύλλα και ο καρπός.

 

Όλα τα ελαιοπερίβολα είχαν ένα τέτοιο χώρο την λιχνίστρα, επειδή ήταν απαραίτητη εργασία ο διαχωρισμός του ελαιοκάρπου από τα φύλλα.

 

Ακόμα και σήμερα  που ο τρόπος συλλογής της ελιάς έχει αλλάξει και το λίχνισμα καταργήθηκε, αφού τα ελαιοτριβεία διαθέτουν σύγχρονα αποφυλλωτήρια,  στα ελαιοπερίβολα  το συγκεκριμένο σημείο του χωραφιού έμεινε να το λέμε λιχνίστρα.

Στο τέλος της ημέρας , αργά το απόγευμα, οι γυναίκες έφευγαν, για να φροντίσουν τα παιδιά και να μαγειρέψουν για την επόμενη μέρα, ενώ οι άνδρες έμεναν στα ελαιοπερίβολα για να λιχνίσουν τις ελιές.

 

Περίμεναν να φυσήξει κάποιο αεράκι, βοριάς ή νοτιάς, για να βοηθήσει στο λίχνισμα για να διαχωριστούν οι ελιές από τα φύλα.

Συνήθως με το σούρουπο κάποιο αεράκι θα ερχόταν  ,αν όμως δεν είχε αέρα, τότε περίμεναν κουρασμένοι βρεγμένοι μερικές φορές και νηστικοί να λιχνίσουν.

Το λίχνισμα γινόταν με ξύλινα φτυάρια, για να μην τραυματιζόταν ο καρπός της ελιάς.

 

Αν δεν υπήρχε ξύλινο φτυάρι για την συγκεκριμένη εργασία ,τότε χρησιμοποιούσαν το φτυάρι που φούρνιζαν το ψωμί στους φούρνους, ήταν ξύλινο και  το λέγαμε πλαστήρα.  Όταν τελείωνε το λίχνισμα , τότε άρχιζαν τα σακιάσματα σε μεγάλα τρίρηγα τσουβάλια, τα οποία είχαν πολύ μεγάλο βάρος επειδή το περιεχόμενο τους ήταν καθαρός καρπός χωρίς φύλα.

 

Τα τσουβάλια γινόταν στοίβες το ένα πάνω στο άλλο και θα  τα  έπαιρναν τα άλογα και αργότερα τα τρακτέρ για να τα πάνε στα ελαιοτριβεία.

Όταν τελείωνε το λίχνισμα ήταν πια πολύ αργά, είχε βραδιάσει για τα καλά, και οι λιχνιστές κουρασμένοι –νηστικοί, και πολλές φορές βρεγμένοι γυρνούσαν στο σπίτι για λίγη ξεκούραση , για να συνεχίσουν την ίδια επίπονη εργασία την άλλη μέρα.

 

Σήμερα το παλιά υφαντά λιόπανα έχουν αντικατασταθεί από βιομηχανικά ελαιόπανα και ελαιόδυχτα. Οι παλιές σκούπες- σαρωματίνες αντικαταστάθηκαν από πλαστικές η μεταλλικές σαρώστρες. Τα καντάλια και οι δέμπλες αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρικά μηχανάκια ραβδιστήρια  που ρίχνουν τις ελιές και για τις κλάρες έχουν εφευρεθεί πολλών τύπων μηχανοκίνητα και πολύ ξεκούραστα μηχανήματα που τα λένε τιναχτήρια.

 

Παρά την τεχνολογία , τις πατέντες και εφευρέσεις, που έγιναν και κάνουν  σήμερα, πολύ ξεκούραστο το μάζεμα των ελιών, ο ράβδος είναι μια πολύ κουραστική αγροτική εργασία.

 

Αυτά θυμήθηκα να γράψω για τον ράβδο , και πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια παντού ήταν η ίδια κοπιαστική εργασία.

 

                                                                                                 

 

 

 Νοέμβριος 2013

 Άρης Κ. Βλάχος

 

11.         Άρης  Βλάχος

Βιογραφικό

 

-Γεννήθηκε στο Στασιό Κυπαρισσίας το έτος 1953.

-Αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο Στασιού, και είχε Δάσκαλο τον αείμνηστο Φώτη  Βλάχο.

-Αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Καλλιθέας στην Αθήνα.

-Πήρε πτυχίο Δημοσίων Σχέσεων ,από ιδιωτική σχολή με τρία έτη σπουδών.

-Είναι πτυχιούχος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,

του τμήματος ΠΣΕ-Διοίκησης και Διαχείρισης  Ανθρωπίνων Πόρων.

-Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός,

στους καταδρομείς- αλεξιπτωτιστές και  είναι πτυχιούχος αλεξιπτωτιστής.

-Συνεχίζει την ενασχόληση  με αλεξίπτωτο θαλάσσης.

-Είναι πτυχιούχος αυτοδύτης και έχει παρακολουθήσει  σεμινάρια σπηλαιολογίας-σπηλαιοεξερεύνησης , καθώς και κατάβασης  σε σπήλαια.

-Έχει συμμετάσχει σε καταβάσεις σπηλαίων στην Άνδρο, και στα Χανιά.

-Έχει λάβει μέρος σε μεγάλες πολυήμερες  ειδικές  πεζοπορίες ,και έχει οργανώσει  εξερεύνηση σε πέντε σπήλαια-κάρκανα στην ευρύτερη περιοχή του ορεινού όγκου των βουνών της Κυπαρισσίας.

-Ασχολήθηκε με ερασιτεχνικές κινηματογραφήσεις γεγονότων και εκδηλώσεων του Στασιού και όχι μόνο, [μηχανή λήψεως super 8]  και έχει μεγάλο αρχείο διαφανειών  [4.500 τεμ σλάιτς] από την ευρύτερη περιοχή του χωριού και από όλη  την Ελλάδα.

-Έχει εργαστεί σε επιχείρηση τυπογραφίας  ,βιομηχανίας  ιματισμού  και εξαγωγικού  εμπορίου και στην εφημερίδα  Βραδυνή  σαν χειριστής τηλετύπων.

-Εργάζεται  από το έτος 1980 στο Υπουργείο Εργασίας .

-Είναι έγγαμος και έχει έναν γιο και μια κόρη.